Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. καταστρέφουν τις ευρωπαϊκές θάλασσες

Μία φορά τον χρόνο, σαν να επρόκειτο για τελετουργία, οι εκπρόσωποι των 27 κυβερνήσεων στο Συμβούλιο της Ε.Ε. αποφασίζουν τα νέα όρια αλιείας. Το κάνουν κρυφά και αψηφώντας τις συστάσεις των επιστημόνων της Κομισιόν, πολιτική που οδηγεί μαθηματικά στην κατάρρευση των θαλάσσιων ειδών στις ευρωπαϊκές θάλασσες.

Φωτογραφία: Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. καταστρέφουν τις ευρωπαϊκές θάλασσες
Φωτογραφία: Θοδωρής Χονδρόγιαννος



Σιωπηλός Θάνατος: Πώς τα φυτοφάρμακα απειλούν τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης
Η νέα έρευνα του Investigate Europe σε συνεργασία με το Reporters United στην Ελλάδα θα δημοσιευθεί σε όλη την Ευρώπη από την Παρασκευή 24 Ιουνίου. Το Investigate Europe είναι μια κοινοπραξία δημοσιογράφων από 13 χώρες που δημοσιεύουν τις έρευνές τους σε συνεργασία με media partners σε περισσότερες από 16 χώρες.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Εφημερίδα των Συντακτών και αποτελεί το δεύτερο μέρος της έρευνας του Investigate Europe με την ΕφΣυν και το Reporters United για τα Μυστικά του Συμβουλίου της ΕΕ.

Είναι πρωί Σαββάτου και ο Νικόλας Βεκρής, ένας 69χρονος ψαράς, έχει κατέβει στα Κατάπολα της Αμοργού για να κάνει δουλειές σε ένα από τα καΐκια του που είναι αραγμένα στο λιμάνι. «Είμαι η τέταρτη γενιά ψαράδων που έβγαλε η οικογένειά μου», λέει. «Προπάππους, παππούς, πατέρας, όλοι ψαράδες. Στο Γυμνάσιο σκεφτόμουν να γίνω εμποροπλοίαρχος, όμως αγαπούσα την αλιεία για να την εγκαταλείψω. Ο πατέρας μου με έβαλε στο καΐκι στα επτά και από τα 17 είμαι καπετάνιος. Μισός αιώνας, μια ζωή, μια σχέση με τη θάλασσα ερωτική».

Ο Νικόλας διηγείται τις θαλασσοταραχές του. «Κάθε φορά έκανα τον σταυρό μου και ζητούσα από τον Αϊ-Νικόλα να μας προστατέψει. Ομως αυτό που με ανησυχεί δεν είναι οι φουρτούνες και οι θύελλες, είναι ότι το ψάρι στη θάλασσα τελειώνει», μου λέει. «Πριν από 40 χρόνια είχαμε τα μισά δίχτυα και γυρνούσαμε με το καΐκι φορτωμένο από πάνω μέχρι κάτω. Σε λίγο θα φέρνουμε έναν κουβά ψάρια και θα λέμε και δόξα τω Θεώ». Ο Αμοργιανός ψαράς λέει ότι κανένα από τα πέντε παιδιά του δεν θα μπει στη θάλασσα, μια που αυτή όλο και φθίνει. «Απεριόριστη λύπη».

Η πηγή του αδιεξόδου που βιώνει ο Νικόλας, όπως χιλιάδες ψαράδες σε όλες τις ακτές της Μεσογείου και των ευρωπαϊκών θαλασσών, βρίσκεται αρκετά μακριά: στα γραφεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εκεί όπου οι κυβερνήσεις παίρνουν αποφάσεις για την αλιευτική πολιτική.

Στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2020 το Συμβούλιο της Ε.Ε. έκανε, όπως κάθε χρόνο, τις διαπραγματεύσεις του με σκοπό να καθορίσει τα όρια αλιείας που θα ισχύουν για την επόμενη χρονιά στις ευρωπαϊκές θάλασσες, συμπεριλαμβανομένου του Ατλαντικού, της Βόρειας Θάλασσας, της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να καθορίζει τα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC) με σκοπό την προστασία της βιοποικιλότητας των θαλασσών και την αντιμετώπιση της υπεραλίευσης η οποία αδειάζει τον βυθό από ψάρια.

Tο Συμβούλιο της Ε.Ε. είναι το πιο σημαντικό νομοθετικό όργανο της Eνωσης, αφού χωρίς την έγκρισή του καμία πρόταση νόμου, κι ας έχει περάσει από την Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο, δεν μπορεί να γίνει νόμος. Το Συμβούλιο αποτελείται από εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και όχι από ενωσιακούς αξιωματούχους.

Και στο θέμα της αλιείας, και κατά προέκταση της προστασίας των ευρωπαϊκών θαλασσών, η ευθύνη των κυβερνήσεων είναι βαριά: Πριν πάρουν αποφάσεις, η επιστημονική κοινότητα -με κυριότερο το Διεθνές Συμβούλιο για την Εξερεύνηση των Θαλασσών (ICES)- παρέχει επιστημονικές συστάσεις για το ποια πρέπει να είναι τα όρια αλιείας για κάθε θαλάσσιο είδος. Βάσει αυτών η Κομισιόν συντάσσει την πρότασή της.

Η Γένι Γκρόσμαν, ερευνήτρια Θαλάσσιας Πολιτικής της οργάνωσης ClientEarth.

«Οι επιστημονικές συστάσεις βρίσκονται στην καρδιά της προστασίας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και της αντιμετώπισης της υπεραλίευσης», λέει στην «Εφ.Συν.» η Γένι Γκρόσμαν, ερευνήτρια Θαλάσσιας Πολιτικής της οργάνωσης ClientEarth. «Για να έχουμε βιώσιμη αλιεία, πρέπει να ξέρουμε πόσα αποθέματα υπάρχουν στη θάλασσα και πόσα μπορούμε να ψαρέψουμε. Οι ειδικοί με επιστημονικά μοντέλα εκτιμούν τα όρια που πρέπει να μπουν ώστε τα είδη να αναπαραχθούν και να υπάρχουν αποθέματα στο μέλλον. Χωρίς την επιστήμη θα ψαρεύαμε στο σκοτάδι».

Οι κυβερνήσεις όμως δεν σέβονται τις επιστημονικές συστάσεις. Στο Συμβούλιο οι διαπραγματεύσεις γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες: Τα εκατοντάδες εκατομμύρια των Ευρωπαίων πολιτών δεν έχουν ιδέα για τις θέσεις που υποστήριξαν οι κυβερνήσεις που τους εκπροσωπούν. Δεν έχουν καν πρόσβαση σε πρακτικά και έγγραφα που να δηλώνουν τις θέσεις των κρατών-μελών.

Το Συμβούλιο έχει εμμονή με την αδιαφάνεια. Το Investigate Europe απέκτησε πρόσβαση σ’ ένα non-paper της Κομισιόν με προτάσεις για τον καθορισμό ανώτατων ορίων αλιείας. Το έγγραφο απεστάλη από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες των κρατών. Το άβολο για το Συμβούλιο είναι ότι, ενώ η Κομισιόν δημοσίευσε το έγγραφό της, το Συμβούλιο διακίνησε το ίδιο έγγραφο ως «περιορισμένης πρόσβασης» με τη σφραγίδα limité, που σημαίνει ότι το έγγραφο δεν μπορεί να δημοσιευθεί!

Iσως το Συμβούλιο να μην ήθελε να γνωρίζουν οι Ευρωπαίοι πολίτες την αποτυχία των κυβερνήσεών τους να προστατέψουν τον ερυθρό τόνο και ένα είδος καρχαρία, το northern shortfin mako, που απειλείται με εξαφάνιση εξαιτίας της υπεραλίευσης.

Κρυμμένες πίσω από την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας οι κυβερνήσεις θέτουν όρια αλιείας πολύ πάνω από τα όρια βιωσιμότητας. Κερδισμένη, η αλιευτική βιομηχανία που μεγιστοποιεί τα κέρδη της. Χαμένοι, ο βυθός που καταστρέφεται και οι παράκτιοι ψαράδες που εγκαταλείπουν την αλιεία αφού οι φτωχές ψαριές τους δεν τους επιτρέπουν να επιβιώσουν.

Αν και οι πόρτες του Συμβουλίου είναι επτασφράγιστες για τους Ευρωπαίους πολίτες, το ίδιο δεν αποτελεί άβατο για την αλιευτική βιομηχανία – αντιθέτως. Το 2015 και το 2016 οι αλιευτικές βιομηχανίες της Ολλανδίας και της Ισπανίας αντίστοιχα διείσδυσαν με δημοσιογραφικές άδειες στο κτίριο του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τα όρια αλιείας.

«Oντας μέσα στο κτίριο του Συμβουλίου η βιομηχανία κατάφερε να επηρεάσει τις εθνικές κυβερνήσεις με τα επιχειρήματά της», είπε στην «Εφ.Συν.» η Αντρέα Ρίπολ από τη Seas At Risk, την οργάνωση που μαζί με το παρατηρητήριο Corporate Europe Observatory αποκάλυψαν την επιχείρηση λόμπινγκ. «Και στις δύο χρονιές η βιομηχανία εξασφάλισε όρια αλιείας πάνω από τις επιστημονικές συστάσεις.

Μάλιστα, στις διαπραγματεύσεις του 2015 η Ισπανία όχι μόνο πήρε όρια πάνω από τα επίπεδα βιωσιμότητας, αλλά κατάφερε με επιτυχία να ανατρέψει την αρχική και πιο βιώσιμη πρόταση της Κομισιόν για μεγάλη μείωση στα όρια μερικών ειδών. Για παράδειγμα, η αλιεία του μπακαλιάρου στα νότια νερά της Ισπανίας μειώθηκε μόνο κατά 21% παρά την αρχική πρόταση για μείωση στο 60,5%. Υπάρχει ευθεία σύνδεση μεταξύ του λόμπι της βιομηχανίας και των κυβερνητικών αποφάσεων».

Είναι η δεύτερη φορά που οι κυβερνήσεις αποτυγχάνουν να εξασφαλίσουν βιώσιμη εκμετάλλευση των αποθεμάτων, όπως επιβάλλει η Κοινή Αλιευτική Πολιτική. Η πρώτη προθεσμία χάθηκε το 2015. Η δεύτερη χάθηκε στο τέλος του 2020.

Οι επιστημονικές συστάσεις βρίσκονται στην καρδιά της προστασίας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Για να έχουμε βιώσιμη αλιεία, πρέπει να ξέρουμε πόσα αποθέματα υπάρχουν στη θάλασσα και πόσα μπορούμε να ψαρέψουμε. Χωρίς την επιστήμη θα ψαρεύαμε στο σκοτάδι

Γένι Γκρόσμαν, ερευνήτρια Θαλάσσιας Πολιτικής, ClientEarth

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, το 62,5% των ιχθυαποθεμάτων της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας υπεραλιεύεται. Είναι το υψηλότερο ποσοστό υπεραλίευσης στον πλανήτη.

Προβληματική είναι η κατάσταση και σε άλλες ευρωπαϊκές θάλασσες. Σύμφωνα με μελέτη του New Economics Foundation τον Δεκέμβριο του 2019, 52 από 120 ανώτατα όρια αλιείας τέθηκαν πάνω από τα επίπεδα βιωσιμότητας που πρότειναν οι επιστήμονες, κάτι που επέτρεψε υπεραλίευση 73.300 τόνων θαλάσσιων ειδών. Η Σουηδία, η Δανία και η Γαλλία ήταν οι χώρες με τη μεγαλύτερη υπέρβαση ορίων πάνω από τα βιώσιμα επίπεδα (13%, 6% και 6% αντίστοιχα).

Τον Ιούνιο του 2019 το ICES γνωστοποίησε την κατάρρευση του αριθμού των μπακαλιάρων στη Βόρεια Θάλασσα και ζήτησε να μειωθούν τα επίπεδα αλιείας του κατά 70% ώστε το απόθεμα να ανακάμψει. Ο πληθυσμός του μπακαλιάρου που αλιεύεται από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία και τη Νορβηγία αυξήθηκε στη Βόρεια Θάλασσα τη δεκαετία του 1970 φτάνοντας τους 270.000 τόνους, όμως σημείωσε μεγάλη πτώση φτάνοντας τους 44.000 τόνους το 2006. Ο μπακαλιάρος δεν αποτελεί την εξαίρεση στη Βόρεια Θάλασσα αφού το 40% των ιχθυαποθεμάτων της υπεραλιεύεται.

«Η υπόθεση αγγίζει ευθέως όχι μόνο το ζήτημα της νομιμότητας της Ε.Ε., αλλά και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των Ευρωπαίων πολιτών, οι οποίοι έχουν από τις Συνθήκες της Ε.Ε. το δικαίωμα να συμμετέχουν στη δημοκρατική ζωή της Ενωσης», λέει στην «Εφ.Συν.» η Εμιλι Ο’Ράιλι, η οποία ως Ευρωπαία Συνήγορος είναι από τους πιο αυστηρούς επικριτές του Συμβουλίου για την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας στις αποφάσεις του.

Σε μια ιστορική απόφασή της τον Απρίλιο του 2020 η Συνήγορος ζήτησε από τις κυβερνήσεις να δημοσιεύουν αμέσως τα έγγραφα που συνδέονται με τα όρια αλιείας. Μέχρι σήμερα το Συμβούλιο έχει αγνοήσει τόσο τις συστάσεις της Συνηγόρου όσο και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. που επίσης ζητά μεγαλύτερη διαφάνεια.

«Η περισσότερη διαφάνεια θα βοηθούσε. Δεν νομίζω ότι με έναν μαγικό τρόπο οι υπεύθυνοι θα έπαιρναν τις σωστές αποφάσεις. Ομως οι υπουργοί δεν θα ήθελαν να εκτεθούν ως άνθρωποι που βλάπτουν το περιβάλλον», σχολιάζει η Γένι Γκρόσμαν της Client Earth. «Αν οι κυβερνήσεις ήξεραν ότι πρέπει να δικαιολογήσουν δημόσια τις αποφάσεις τους, τότε θα ήταν πιο δύσκολο γι’ αυτές να πάρουν αποφάσεις που καταστρέφουν τα θαλάσσια οικοσυστήματα καθώς θα έρχονταν αντιμέτωπες με τη σκληρή κριτική της κοινής γνώμης».

Τι είναι τα Μυστικά του Συμβουλίου

Τα Μυστικά του Συμβουλίου (Secrets of the Council) είναι μια έρευνα της «Εφ.Συν.» και του Investigate Europe σε συνεργασία με media partners σε 9 χώρες. Τα ρεπορτάζ ερευνούν την έλλειψη διαφάνειας και λογοδοσίας στο Συμβούλιο της Ε.Ε., το πιο σημαντικό νομοθετικό όργανο της Ενωσης, τον ρόλο των ιδιωτικών συμφερόντων μέσα στο Συμβούλιο και τον αντίκτυπο στο περιβάλλον και στην καθημερινή ζωή των πολιτών.

Στην έρευνα συμμετέχουν: Cécile Andrzejewski (Γαλλία), Ingeborg Eliassen (Νορβηγία), Maria Maggiore (Ιταλία), Sigrid Melchior (Σουηδία), Leïla Miñano (Γαλλία), Paulo Pena (Πορτογαλία), Jef Poortmans (Βέλγιο), Elisa Simantke (Γερμανία), Nico Schmidt (Γερμανία), Harald Schumann (Γερμανία), Wojciech Cieśla (Πολωνία), Juliet Ferguson (Βρετανία), Θοδωρής Χονδρόγιαννος (Ελλάδα).

Αφήστε μια απάντηση