Οι μυστικές φυλακές που κρατούν τους μετανάστες μακριά από την Ευρώπη – Μέρος Β’

Η ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα σκιώδες σύστημα για να συλλαμβάνει τους μετανάστες από την Αφρική πριν φτάσουν στις ακτές της και να τους στέλνει σε απάνθρωπα κέντρα κράτησης στη Λιβύη. Αποκλειστικά στην Ελλάδα, η έρευνα του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου Ίαν Ουρμπίνα, ο οποίος στη διάρκειά της φυλακίστηκε και κακοποιήθηκε από Λίβυους παρακρατικούς και τελικά απελευθερώθηκε μετά από έξι μέρες αιχμαλωσίας.

Η ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα σκιώδες σύστημα για να συλλαμβάνει τους μετανάστες από την Αφρική πριν φτάσουν στις ακτές της και να τους στέλνει σε απάνθρωπα κέντρα κράτησης στη Λιβύη. Αποκλειστικά στην Ελλάδα, η έρευνα του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου Ίαν Ουρμπίνα, ο οποίος στη διάρκειά της φυλακίστηκε και κακοποιήθηκε από Λίβυους παρακρατικούς και τελικά απελευθερώθηκε μετά από έξι μέρες αιχμαλωσίας.
17 Ιανουαρίου 2022
17 Ιανουαρίου 2022

Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της έρευνας. Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ.



Το Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο) είναι η κυλιόμενη πολυμεσική δημοσιογραφική έρευνα του συγγραφέα και βραβευμένου με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times, Ίαν Ουρμπίνα. Το Reporters United έχει αναλάβει τη δημοσίευση κειμένων και οπτικοακουστικού υλικού από το πρότζεκτ, το οποίο προσεγγίζει το πώς παράνομες πράξεις και εγκλήματα στην ανοιχτή θάλασσα θέτουν σε κίνδυνο αφενός τις ζωές αλιέων και ναυτικών, αφετέρου τη βιοποικιλότητα και τα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Ο συγγραφέας και βραβευμένος με Pulitzer ρεπόρτερ των New York Times Ίαν Ουρμπίνα, μαζί με τους συντελεστές της κυλιόμενης πολυμεσικής δημοσιογραφικής έρευνας του Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο), πραγματοποιεί πολύμηνη έρευνα για το πώς η ΕΕ χρηματοδοτεί την ακτοφυλακή της Λιβύης για να εμποδίσει τους μετανάστες να φτάσουν με βάρκες στις ακτές της Ευρώπης. Ο Ουρμπίνα περιγράφει την ιστορία του Αλιού Καντέ, του 28χρονου μετανάστη από τη Γουινέα Μπισσάου, που κατέληξε αιχμάλωτος σε μια από τις μυστικές φυλακές της Λιβύης στην προσπάθειά του να διασχίσει τη Μεσόγειο για να φτάσει στην Ευρώπη.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Ουρμπίνα αιχμαλωτίστηκε και εξαφανίστηκε σε μια μυστική φυλακή από μια ένοπλη πολιτοφυλακή, όπου αυτός και οι άλλοι κακοποιήθηκαν σοβαρά. Από τους ξυλοδαρμούς υπέστη αρκετά σπασίματα στα πλευρά και βλάβη στα νεφρά. Μάλιστα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και ο Λευκός Οίκος επενέβησαν και διαπραγματεύτηκαν την απελευθέρωσή του, η οποία επιτεύχθηκες μετά από έξι ημέρες αιχμαλωσίας.

Το Reporters United δημοσιεύει σε τρεις συνέχειες το μεγάλο κείμενο της παραπάνω δημοσιογραφικής έρευνας, στο πλαίσιο της σταθερής συνεργασίας μας με τον Ίαν Ουρμπίνα. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό The New Yorker, καθώς και στο Outlaw Ocean. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της έρευνας.


Ο Καντέ μεγάλωσε σε μια φάρμα στη Γουινέα Μπισάου, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς αποχέτευση, χωρίς ρεύμα και ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Έμενε σε ένα σπίτι φτιαγμένο από χώμα, μαζί με τη γυναίκα του τη Χάβα και τους δύο γιούς τους.

Ο Καντέ είχε φιλοδοξίες πέρα από το χωριό του. Άκουγε ξένη μουσική και υποστήριζε ευρωπαϊκές ομάδες ποδοσφαίρου. Μιλούσε αγγλικά και γαλλικά και μάθαινε μόνος του πορτογαλικά, ελπίζοντας ότι μια μέρα θα πάει να ζήσει στην Πορτογαλία. Μια μέρα ο Τζακάρια, ένας από τους τρεις αδελφούς του, μου είπε: «Ο Αλιού ήταν ένα πολύ μοναχικό αγόρι, ποτέ δεν έμπλεκε σε φασαρίες. Ήταν εργατικός και ο κόσμος τον αγαπούσε».

Η φάρμα του Καντέ καλλιεργούσε κασάβα, γιαμ, και κάσιους, αγροτικά προϊόντα που αντιπροσωπεύουν το 90% των εξαγωγών της πατρίδας του. Ωστόσο, τα προβλήματα ξεκίνησαν, όταν οι καιρικές συνθήκες άρχισαν να αλλάζουν εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής.

«Δεν νιώθουμε πια το κρύο τον χειμώνα και η ζέστη έρχεται νωρίτερα από όταν θα έπρεπε», λέει ο Τζακάρια. Πράγματι, οι έντονες βροχοπτώσεις σύντομα έκαναν το αγρόκτημα του Καντέ προσβάσιμο μόνο με κανό για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, ενώ οι ξηρασίες κρατούσαν πλέον τον διπλάσιο χρόνο σε σχέση με την προηγούμενη γενιά. Οι τέσσερις αποστεωμένες αγελάδες του παρήγαν λίγο γάλα. Υπήρχαν περισσότερα κουνούπια με μεταδοτικές ασθένειες, ενώ όταν ένας από τους γιούς του Καντέ κόλλησε ελονοσία, η διαδρομή για το νοσοκομείο κράτησε μια μέρα και σχεδόν του κόστισε τη ζωή.

Λόγω των δυσκολιών ο Καντέ, ένας ευσεβής μουσουλμάνος, φοβόταν ότι απέτυχε στα μάτια του Θεού να φροντίσει την οικογένειά του. «Ένιωθε ενοχή και ζήλεια», λέει ο Μπόμπο, ένας από τους αδελφούς του. Ο Τζακάρια μετανάστευσε στην Ισπανία, και ο Ντενμπάς, ο άλλος αδελφός του Καντέ, στην Ιταλία. Και οι δυο τους έστελναν χρήματα και φωτογραφίες από φανταχτερά εστιατόρια. Ο πατέρας του Σάμπα μου είπε: «Όποιος πηγαίνει στο εξωτερικό, γυρίζει σπίτι με περιουσία».

Ο Καντέ ξεκινά το ταξίδι για την Ευρώπη

Η γυναίκα του Καντέ ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα όταν η οικογένειά του τον ενθάρρυνε να μεταναστεύσει στην Ευρώπη, με την υπόσχεση ότι εκείνοι θα έμεναν πίσω και θα φρόντιζαν τα παιδιά του. «Όλη η γενιά του πήγε στο εξωτερικό και πέτυχε», είπε η Αμινάτα, μητέρα του Καντέ. «Γιατί λοιπόν όχι και αυτός;». Έτσι το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου του 2019 ο Καντέ ξεκίνησε για την Ευρώπη κουβαλώντας μαζί του ένα βιβλίο, δύο παντελόνια και μία μπλούζα, ένα δερμάτινο ημερολόγιο και 600 ευρώ. «Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μου πάρει», είπε ο Καντέ στην γυναίκα του εκείνο το πρωί. «Αλλά σε αγαπώ και θα επιστρέψω».

Ο πατέρας του Αλιού Καντέ, Σάμπα, και η μητέρα του, Αμινάτα. Στα χέρια τους κρατούν μια οικογενειακή φωτογραφία με τον Καντέ σε παιδική ηλικία (Φωτογραφία: Ricci Shryock/The Outlaw Ocean Project, Γουινέα Μπισσάου, 26/5/21)
Η σύζυγος του Αλιού Καντέ με τα τρία παιδιά τους (Φωτογραφία: Ricci Shryock/The Outlaw Ocean Project, Γουινέα Μπισσάου, 26/5/21)

Ο Καντέ διέσχισε την κεντρική Αφρική με ωτοστόπ και επιβαίνοντας κρυφά σε λεωφορεία, μέχρι να φτάσει στην πόλη Αγκαντέζ του Νίγηρα, γνωστή κάποτε ως η Πύλη προς τη Σαχάρα. Στο παρελθόν τα σύνορα των χωρών της κεντρικής Αφρικής ήταν πάντα ανοιχτά, όπως είναι και στην ΕΕ. Όμως το 2016 αξιωματούχοι της ΕΕ χρησιμοποίησαν κονδύλια από το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης για να πληρώσουν τις τοπικές αρχές, ώστε εκείνες να αστυνομεύουν την περιοχή και να μπλοκάρουν τα περάσματα προς τον βορρά. Μέσα σε μια νύχτα οδηγοί λεωφορείων που για πολλά χρόνια μετέφεραν μετανάστες κηρύχθηκαν διακινητές ανθρώπων απειλούμενοι με φυλάκιση ακόμα και 30 ετών. Αυτό ανάγκασε τους μετανάστες να επιλέγουν πιο επικίνδυνες διαδρομές.

Το 2019 ο Καντέ ξεκίνησε το ταξίδι του μαζί με άλλους έξι μετανάστες μέσω της Σαχάρας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αναγκάστηκαν πολλές φορές να κοιμηθούν στον δρόμο. «Έχει ζέστη και σκόνη, είναι απαίσια εδώ», είπε ο Καντέ στον Τζακάρια, όταν μίλησαν στο τηλέφωνο. Έπειτα διέσχισε κρυφά ένα μέρος της Αλγερίας που ελέγχεται από ληστές. «Εδώ το μόνο που θα καταφέρω είναι να με αιχμαλωτίσουν και να με σπάσουν στο ξύλο», είπε στην οικογένειά του.

Τον Ιανουάριο του 2020 ο Καντέ έφτασε στο Μαρόκο και προσπάθησε να πληρώσει για να μπει σε μια βάρκα που θα επιχειρούσε να φτάσει στις ακτές της Ισπανίας. Τότε έμαθε ότι θα έπρεπε να πληρώσει 3.000 ευρώ. Ο Τζακάρια τον παρότρυνε να γυρίσει πίσω, αλλά εκείνος του απάντησε: «Δούλεψες σκληρά όσο ήσουν στην Ευρώπη. Έστελνες χρήματα στην οικογένεια. Τώρα είναι η σειρά μου».

Ο Καντέ έμαθε ότι στη Λιβύη ίσως κατόρθωνε να κλείσει μια φθηνότερη θέση για να φτάσει με μια βάρκα στην Ιταλία. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι την Τρίπολη τον Δεκέμβριο του 2021, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο στα προσωρινά καταφύγια προσφύγων στο Γκαργκαρές. Ο αδερφός του παππού του Ντεμπά Μπαλντ, ένας 40χρονος ράπτης, ζούσε για πολλά χρόνια στη Λιβύη χωρίς έγγραφα. Εκείνος βρήκε δουλειά στον Καντέ για να βάφει σπίτια και τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει το σχέδιό του να διασχίσει τη Μεσόγειο. «Τον προειδοποίησα ότι αυτός είναι ο δρόμος του θανάτου», είπε ο Μπαλντ.

Τον Μάιο του 2021 ταξίδεψα στην Τρίπολη για να πραγματοποιήσω την έρευνά μου για το σύστημα φυλάκισης των μεταναστών στη Λιβύη. Είχα πρόσφατα ξεκινήσει ένα πρότζεκτ με το όνομα The Outlaw Ocean Project (Ωκεανός Χωρίς Νόμο), το οποίο ασχολείται με θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιβάλλοντος στην ανοιχτή θάλασσα. Με αυτό το πρότζεκτ δημιούργησα μια ομάδα ερευνητών που αποτελούνταν μεταξύ άλλων από έναν φωτογράφο και έναν οπερατέρ.

Όταν φτάσαμε στην Τρίπολη, ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα γραφεία, ξενοδοχεία, διαμερίσματα και σχολεία στόλιζαν την ακτογραμμή. Ένοπλοι άντρες στέκονταν σε κάθε διασταύρωση. Σχεδόν κανένας δημοσιογράφος από τη Δύση δεν επιτρέπεται να εισέλθει στη Λιβύη, όμως με την υποστήριξη μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης μας χορηγήθηκε βίζα. Λίγο μετά την άφιξή μας, έδωσα στην ομάδα μου συσκευές παρακολούθησης και τους παρότρυνα να βάλουν φωτοτυπίες των διαβατηρίων τους μέσα στα παπούτσια τους.

Από τον παναφρικανισμό στα κλειστά σύνορα

Η Λιβύη δεν ήταν πάντα αφιλόξενη προς τους μετανάστες. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ο Καντάφι ασπάστηκε τον παναφρικανισμό και ενθάρρυνε τους Αφρικανούς της υποσαχάριας Αφρικής να έρθουν και να δουλέψουν στα κοιτάσματα πετρελαίου της χώρας.

Ωστόσο, στις αρχές του 2000, και μετά από πιέσεις της Ευρώπης, ο Καντάφι ξεκίνησε να περιορίζει αυστηρά τη μετανάστευση. Το 2007 δημιούργησε ξεχωριστούς κανονισμούς για την χορήγηση βίζας σε Άραβες και Αφρικανούς. Το 2008 υπέγραψε μια «Συνθήκη Φιλίας» με τον ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η οποία τον υποχρέωνε να βοηθήσει την Ιταλία να περιορίσει την παράτυπη μετανάστευση. Αργότερα ο Καντάφι χρησιμοποίησε τη συνθήκη ως διαπραγματευτικό μέσο, απειλώντας πως αν οι αξιωματούχοι της ΕΕ δεν έστελναν εκατομμύρια ευρώ με τη μορφή ανθρωπιστικής βοήθειας, θα «έκανε την Ευρώπη μαύρη». Λίγο αργότερα, ο δικτάτορας ανατράπηκε.

Μετά την ανατροπή του η Λιβύη κατέρρευσε. Σήμερα δύο αντιμαχόμενες πλευρές ανταγωνίζονται για την εξουσία. Η αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και η Προσωρινή Κυβέρνηση Ενότητας, που υποστηρίζεται από τη Ρωσία και τον αυτοαποκαλούμενο Λιβυκό Εθνικό Στρατό. Και οι δύο βασίζονται σε μεταβαλλόμενες συμμαχίες με ένοπλες πολιτοφυλακές που έχουν φυλετικές πεποιθήσεις και διοικούν μεγάλα τμήματα της χώρας, χωρίς ωστόσο να μπορεί να επικρατήσει ολοκληρωτικά της άλλης. Μέσα στην αναταραχή οι απομακρυσμένες παραλίες της χώρας έχουν γίνει ένα δημοφιλές σημείο αναχώρησης για τους μετανάστες.

Η ονομασία «λιβυκή ακτοφυλακή» δίνει την εντύπωση μιας επίσημης στρατιωτικής οργάνωσης, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ενοποιημένη διοίκηση. Αποτελείται από ένα σύνολο τοπικών περιπολιών, οι οποίες κατηγορούνται από τον ΟΗΕ ότι έχουν διασυνδέσεις με πολιτοφυλακές. Καθώς δεν αποτελεί επίσημη δύναμη, συχνά οι εργαζόμενοι από ανθρωπιστικές οργανώσεις την αποκαλούν «υποτιθέμενη λιβυκή ακτοφυλακή».

Κατά τις πρώτες μέρες της επιχείρησης, ο υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας Μάρκο Μινίτι είπε στον Τύπο: «Όταν είπαμε ότι πρέπει να επανεκκινήσουμε τη λιβυκή ακτοφυλακή, έμοιαζε με όνειρο». Από τότε, το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης της ΕΕ για την Αφρική έχει ξοδέψει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να μετατρέψει την ακτοφυλακή σε μια τρομερή δύναμη που θα ενεργεί για αυτήν. Αν και οι ακτοφυλακές υποτίθεται πως προστατεύουν την ακτογραμμή μιας χώρας από ξένες απειλές, η νέα ακτοφυλακή της Λιβύης αντιμετωπίζει την ίδια την χώρα ως απειλή, προστατεύοντας την Ευρώπη από τους μετανάστες.

Το 2018 η ιταλική κυβέρνηση, με την ευλογία της ΕΕ, βοήθησε τη λιβυκή ακτοφυλακή να λάβει την έγκριση του ΟΗΕ για να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της σχεδόν 160 χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Λιβύης, δηλαδή μέσα στα διεθνή ύδατα, φτάνοντας στα μισά της απόστασης με τις ιταλικές ακτές. Η ΕΕ παρείχε έξι ταχύπλοα, 30 αυτοκίνητα, 10 προκάτ για χρήση γραφείου, ασύρματους, δορυφορικά τηλέφωνα, φουσκωτά και στολές, ενώ έχει αναλάβει το κόστος ενός κέντρου διοίκησης και παρέχει εκπαίδευση σε αξιωματικούς.

Ο ένοχος ρόλος του Frontex

Η πολυτιμότερη ενωσιακή βοήθεια ίσως προέρχεται από τη Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή της ΕΕ, τον Frontex, που ιδρύθηκε το 2004 για να φυλάει τα σύνορα της Ένωσης με τη Ρωσία. Το 2015 ο Frontex ηγήθηκε μιας «συστημικής προσπάθειας αιχμαλώτισης και καταστροφής σκαφών» που μετέφεραν μετανάστες μέσα από τους θαλάσσιους μεταναστευτικούς δρόμους. Σήμερα ο προϋπολογισμός του Frontex ξεπερνά το μισό δισ. ευρώ και έχει στην υπηρεσία της τη δική της ομάδα δράσης, την οποία μάλιστα χρησιμοποιεί σε επιχειρήσεις και πέρα από τα σύνορα της ΕΕ.

Η υπηρεσία παρακολουθεί σχεδόν ανελλιπώς τη Μεσόγειο μέσω ντρόουν και ιδιωτικών αεροσκαφών. Όταν ανιχνεύσει μια βάρκα με μετανάστες, στέλνει φωτογραφίες και πληροφορίες τοποθεσίας στους συνεργάτες της στην περιοχή. Ένας εκπρόσωπος του Frontex μου είπε ότι η υπηρεσία «δεν έχει εμπλακεί ποτέ σε οποιαδήποτε άμεση συνεργασία με τις αρχές της Λιβύης».

Όμως, μια διασυνοριακή έρευνα από ομάδα ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης, μεταξύ άλλων το Lighthouse Reports, το Spiegel και η Libération, κατέγραψε 20 περιπτώσεις στις οποίες αμέσως μετά τον εντοπισμό των λέμβων από τον Frontex, η πορεία τους διακόπηκε από την λιβυκή ακτοφυλακή. Η έρευνα αποδεικνύει πώς ο Frontex πολλές φορές στέλνει πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία των μεταναστευτικών ροών απευθείας στην ακτοφυλακή.

Για παράδειγμα, σε μια συνομιλία στο Whatsapp από τον περασμένο Μάιο, ο Frontex έστειλε μήνυμα σε κάποιον που έλεγε ότι ήταν ο «καπετάνιος της λιβυκής ακτοφυλακής», λέγοντας: «Καλημέρα κύριε, έχουμε ένα ακυβέρνητο σκάφος στις [συντεταγμένες]. Οι άνθρωποι ρίχνουν νερό. Παρακαλώ γνωστοποιήστε ότι λάβατε αυτό το μήνυμα». Πρόσφατα, αξιωματούχοι μου έστειλαν τα αποτελέσματα από ένα επίσημο Αίτημα για την Πρόσβαση στη Δημόσια Πληροφορία, τα οποία δείχνουν ότι από την 1η μέχρι την 5η Φεβρουαρίου, περίπου την ίδια περίοδο που ο Καντέ βρισκόταν στην θάλασσα, η υπηρεσία αντάλλαξε 37 μηνύματα με τη λιβυκή ακτοφυλακή.

«Εάν η ΕΕ δεν χρηματοδοτούσε τη λιβυκή ακτοφυλακή και τον εξοπλισμό της δεν θα γινόταν καμία αναχαίτιση και καμία παραπομπή σε αυτά τα φρικτά κέντρα κράτησης»

Τινέκ Στρικ, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Ένας ανώτερος αξιωματούχος του Frontex, ο οποίος ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος φοβούμενος την αντίδραση της υπηρεσίας, μου είπε ότι η ίδια μεταδίδει το υλικό παρακολούθησης και στις ιταλικές Αρχές, οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να ειδοποιήσουν τη λιβυκή ακτοφυλακή. (Η ιταλική ακτοφυλακή και το Κέντρο Συντονισμού Θαλάσσιας Διάσωσης στη Ρώμη, οι υπηρεσίες που διαχειρίζονται την παρακολούθηση, δεν απάντησαν στα αιτήματα για σχολιασμό)

Νομικοί εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι αυτές οι ενέργειες παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο κατά της επαναπροώθησης ή της επιστροφής των μεταναστών σε μη ασφαλή μέρη. Ο αξιωματούχος του Frontex υποστήριξε ότι ακόμη και αυτή η «έμμεση» μέθοδος δεν απαλλάσσει την υπηρεσία από κάθε ευθύνη: «Εσύ παρέχεις τις πληροφορίες. Μπορεί να μην είσαι αυτός που διαπράττει την επαναπροώθηση, αλλά είναι οι πληροφορίες που την προκαλούν». Ο αξιωματούχος παρότρυνε επανειλημμένα τους ανωτέρους του να σταματήσουν να βοηθούν στις προσπάθειες επαναφοράς μεταναστών στη Λιβύη. «Δεν είχε σημασία τι τους έλεγες», είπε ο αξιωματούχος. «Δεν ήθελαν να καταλάβουν». Ο εκπρόσωπος του Frontex σχολίασε στην έρευνα: «Σε οποιαδήποτε πιθανή αναζήτηση και διάσωση, η προτεραιότητα του Frontex είναι να σώσει ζωές».

Συλλήψεις 90.000 μεταναστών

Όταν η λιβυκή ακτοφυλακή λαμβάνει σχετικές πληροφορίες, κυνηγάει τις βάρκες μεταναστών, ώστε να τους συλλάβει πριν φτάσουν στην Ευρώπη. Μερικές φορές, ανοίγει πυρ κατά των βαρκών των μεταναστών ή των σκαφών ανθρωπιστικών ομάδων. Από τον Ιανουάριο του 2016, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, η ακτοφυλακή έχει συλλάβει περισσότερους από 90.000 μετανάστες.

Το 2017 ένα σκάφος της ανθρωπιστικής οργάνωσης Sea-Watch ανταποκρίθηκε σε κλήσεις κινδύνου από βυθιζόμενη βάρκα μεταναστών. Η Sea-Watch χρησιμοποίησε δύο φουσκωτά για να τους διασώσει, όμως ένα σκάφος της λιβυκής ακτοφυλακής κατέφτασε στην περιοχή και αναποδογύρισε τα φουσκωτά. Η ακτοφυλακή στη συνέχεια περισυνέλεξε τους μετανάστες με τη βία πριν μπορέσουν να επιβιβαστούν στο σκάφος της οργάνωσης.

Ο επικεφαλής της επιχείρησης της Sea-Watch Γιοχάνες Μπάγερ μου είπε: «Είχαμε ένα προαίσθημα ότι η ακτοφυλακή ενδιαφέρεται μόνο να στείλει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους πίσω στη Λιβύη, χωρίς να τη νοιάζει αν κάποιοι πνίγονταν». Ένας μετανάστης πήδηξε στη θάλασσα και πιάστηκε στο σκάφος της ακτοφυλακής καθώς επιτάχυνε μακριά, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί από τη θάλασσα και να πνιγεί. Τουλάχιστον 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια αυτής της εμπλοκής, μαζί και ένα δίχρονο αγόρι. Τον περασμένο Φεβρουάριο, ένα σκάφος της ακτοφυλακής πυροβόλησε και βύθισε μια βάρκα μεταναστών, με αποτέλεσμα να πνιγούν πέντε άνθρωποι, ενώ οι διοικητές του σκάφους βιντεοσκοπούσαν με τα κινητά τους.

Η ακτοφυλακή φαίνεται να ενεργεί ατιμώρητη. Τον Οκτώβριο του 2020 ο διοικητής μιας μονάδας της λιβυκής ακτοφυλακής προστέθηκε στη λίστα κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και συνελήφθη από τις αρχές της Λιβύης, κατηγορούμενος ότι «εμπλέκεται άμεσα στη βύθιση μεταναστευτικών σκαφών με τη χρήση πυροβόλων όπλων». Το όνομά του ήταν Αμπντέλ-Ραχμάν Αλ-Μιλάντ.

Ο ίδιος είχε συναντηθεί με τις ιταλικές αρχές στη Ρώμη και τη Σικελία το 2017 για να ζητήσει περισσότερα χρήματα από το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης της ΕΕ. Τον περασμένο Απρίλιο αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Η ακτοφυλακή, η οποία αρνήθηκε να σχολιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, έχει συχνά επισημάνει την επιτυχία της για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη και υποστήριξε ότι τα ανθρωπιστικά σκάφη εμποδίζουν τις προσπάθειές της για την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας ανθρώπων.

«Γιατί οι ΜΚΟ έχουν κηρύξει πόλεμο εναντίον μας;», υποστήριξε ένας εκπρόσωπος της ακτοφυλακής το 2017 σε ιταλικά μίντια. «Αντιθέτως, θα πρέπει να συνεργαστούν μαζί μας εάν θέλουν πραγματικά να εργαστούν για το συμφέρον των μεταναστών». Ο εκπρόσωπος του Ταμείου Έκτακτης Ανάγκης δήλωσε ότι η ΕΕ δεν χρηματοδοτεί την ακτοφυλακή –παρέχει μόνο εκπαίδευση και εξοπλισμό– και ότι ο στόχος της είναι «να σώσει τις ζωές όσων κάνουν επικίνδυνα ταξίδια μέσω θάλασσας ή στεριάς».

«Γαμώ τη Λιβύη»

Τον περασμένο Μάιο o βιντεογράφος από την ομάδα του Outlaw Ocean Εντ Ου πέρασε πέντε εβδομάδες πάνω στο σκάφος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, καθώς αυτό προσπαθούσε να σώσει μετανάστες στη Μεσόγειο. Η ανθρωπιστική ομάδα εντόπιζε σκάφη μεταναστών με τη βοήθεια ραντάρ και εθελοντικών αεροπλάνων, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, η ακτοφυλακή είχε φτάσει πρώτη και είχε ήδη συλλάβει τους μετανάστες.

Συχνά οι εργαζόμενοι των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έβλεπαν ένα ντρόουν του Frontex να κάνει κύκλους από πάνω τους. Το σκάφος τους έκανε διασώσεις μόνο σε διεθνή ύδατα, αλλά οι απειλές της ακτοφυλακής αντηχούσαν από τον ασύρματο. «Μείνετε μακριά από τον στόχο μας», είπε κάποια στιγμή ένας αξιωματούχος. Ένας άλλος τους απείλησε λέγοντας: «Μην μπείτε στα λιβυκά ύδατα. Διαφορετικά, θα τα βάλω με εσάς και θα καταφύγω σε άλλα μέτρα». Κάποιες φορές, η διάσωση ήταν επιτυχής και αρκετοί Σουδανοί μετανάστες μιλούσαν με δάκρυα για όσα είχαν δει στη Λιβύη. Ένας είπε ότι είχε ξυλοκοπηθεί και βασανιστεί από την ακτοφυλακή όταν τον συνέλαβαν σε ένα προηγούμενο ταξίδι. Ένας άλλος είχε γίνει μάρτυρας στον θάνατο δύο φίλων του που πυροβολήθηκαν σε ένα κέντρο κράτησης της Λιβύης. Ο τρίτος φορούσε ένα χειροποίητο μπλουζάκι που έγραφε: «Γαμώ τη Λιβύη».

Αργά το βράδυ στις 3 Φεβρουαρίου 2021 ένας λαθρέμπορος οδήγησε τον Καντέ και καμιά εκατοστή ακόμα ανθρώπους στη λιβυκή ακτή όπου τους έσπρωξε σε ένα φουσκωτό. Κάποιοι μετανάστες, ενθουσιασμένοι από το ταξίδι, ξέσπασαν σε τραγούδια. Δύο ώρες αργότερα, η βάρκα εισήλθε σε διεθνή ύδατα. Ο Καντέ, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία του στο πλάι της βάρκας, γέμισε με ελπίδες. Ξεκίνησε να λέει στους υπόλοιπους ότι σκέφτεται να κάνει ξανά το ταξίδι, αυτή τη φορά μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του.

Ο διακινητής είχε χρήσει επικεφαλής του ταξιδιού τρεις μετανάστες. O «οδηγός» υποδείκνυε τη διαδρομή συμβουλευόμενος μια πυξίδα. Ο «καπετάνιος» χειριζόταν τη μηχανή του κινητήρα και το δορυφορικό τηλέφωνο, ενώ όταν πια είχαν ξεφύγει αρκετά από τη Λιβύη, θα καλούσε το Alarm Phone, μια ανθρωπιστική οργάνωση, για να ζητήσει διάσωση. Ο «επικεφαλής» επιτηρούσε το πλήρωμα και εξασφάλιζε ότι κανείς δεν αγγίζει το πώμα, το οποίο σε περίπτωση που έφευγε, θα ξεφούσκωνε τη βάρκα.

Σύντομα η θάλασσα φουρτούνιασε, προκαλώντας σε όλους ναυτία και μετατρέποντας το νερό που λίμναζε στα πόδια τους σε ένα μείγμα από εμέσματα, περιττώματα, περιτυλίγματα από καραμέλες και ψίχουλα από ψωμί. Κάποιοι μετανάστες έσπευσαν να αδειάσουν νερό από τη βάρκα χρησιμοποιώντας πλαστικά μπουκάλια, κομμένα στη μέση. Μέχρι που ξέσπασε καβγάς, και ένας από αυτούς απείλησε να σκίσει τη βάρκα με ένα μαχαίρι, λίγο πριν τον σταματήσουν. Ο Μοχάμεντ Ντέιβιντ Σουμαχόρο, με τον οποίο ο Καντέ έγινε φίλος, θυμάται: «Όλοι άρχισαν να επικαλούνται τον δικό τους Θεό: ένας τον Αλλάχ, ο άλλος τον Χριστό, ο τρίτος κάποιον άλλον. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε, και μόλις επικράτησε πανικός, ξεκίνησαν και τα μωρά».

Όλοι άρχισαν να κλαίνε και να κρατάνε τα κεφάλια τους, λέγοντας: «Γαμώτο, ήρθε η Λιβύη».

Το ξημέρωμα τα νερά καταλάγιασαν, και οι μετανάστες, πεπεισμένοι ότι πλέον βρίσκονται μακριά από τη Λιβύη, κάλεσαν το Alarm Phone για βοήθεια. Ένας υπάλληλος τους είπε ότι κάποιο εμπορικό πλοίο έπλεε σε κοντινή απόσταση, πυροδοτώντας πανηγυρισμούς. «Bosa, free, bosa, free», άρχισαν να φωνάζουν οι μετανάστες, χρησιμοποιώντας τη λέξη «φουλάνι» που σημαίνει νίκη. Ο Καντέ στράφηκε προς τον Σουμαχόρο, με τα μάτια του να αστράφτουν, και είπε: «Με τη βοήθεια του Αλλάχ, θα τα καταφέρουμε! Ιταλία!». Όμως όταν έφτασε το εμπορικό πλοίο, ο καπετάνιος ανακοίνωσε πως δεν υπάρχουν διαθέσιμα σωσίβια και απομακρύνθηκε γρήγορα.

Ηχητικό ντοκουμέντο του Αλιού Καντέ που ακούγεται να λέει: «Σου είπα πως ό,τι και αν γίνει, αν δεν αφορά τον Θεό, θα περάσει»

Μέχρι στιγμής, η βάρκα όπου βρισκόταν ο Καντέ απείχε 70 μίλια από την Ιταλία, πέρα από τα λιβυκά ύδατα αλλά ακόμα στο πλαίσιο της διευρυμένης δικαιοδοσίας που η Ευρώπη βοήθησε να θεσπιστεί για την ακτοφυλακή. Στις 4 Φεβρουαρίου γύρω στις 5 το απόγευμα, οι μετανάστες παρατήρησαν ένα αεροπλάνο να κάνει βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους για 15 λεπτά, και μετά να απομακρύνεται.

Δεδομένα από το ADS-B Exchange, έναν οργανισμό που καταγράφει την εναέρια κυκλοφορία, δείχνει ότι το αεροπλάνο ήταν το Eagle 1, ένα λευκό Beech King Air 350 αεροσκάφος παρακολούθησης εκμισθωμένο από τον Frontex (Ο οργανισμός αρνήθηκε να σχολιάσει τον ρόλο που είχε στην καταγραφή). Περίπου τρεις ώρες αργότερα, μια βάρκα πρόβαλε στον ορίζοντα. «Όσο πιο κοντά πλησίαζε, τόσο πιο καθαρά τη βλέπαμε – τις μαύρες και πράσινες γραμμές της σημαίας», είπε ο Σουμαχόρο. Όλοι άρχισαν να κλαίνε και να κρατάνε τα κεφάλια τους, λέγοντας: «Γαμώτο, ήρθε η Λιβύη».

Η βάρκα, ένα σκάφος περιπολίας, ήταν ένα από τα πλωτά περιπολικά που παρουσίασε η ΕΕ τον Οκτώβριο. Η ακτοφυλακή εμβόλισε την βάρκα των μεταναστών τρεις φορές και στη συνέχεια τους διέταξε να επιβιβαστούν. «Κουνηθείτε!», φώναζαν οι λιμενικοί. Ένας από αυτούς χτυπούσε διάφορους μετανάστες με την κάνη του όπλου του, ένας άλλος τους μαστίγωνε με ένα σκοινί. Οι μετανάστες μεταφέρθηκαν πίσω στη στεριά, στριμώχθηκαν σε λεωφορεία και φορτηγά και οδηγήθηκαν στο Αλ Μαμπάνι.

Όταν έφτασα στη Λιβύη, κυβερνητικοί αξιωματούχοι μου είπαν ότι θα μου επιτρεπόταν να παρακολουθήσω μια μονάδα της ακτοφυλακής και θα με ξεναγούσαν στο Αλ Μαμπάνι. Όμως, ύστερα από αρκετές μέρες, φάνηκε ότι τίποτα από τα δύο δεν πρόκειται να συμβεί. Αργά κάποιο απόγευμα, πήγα με την ομάδα μου σε ένα δρομάκι για να τραβήξουμε ένα μικρό βίντεο με ντρόουν, πετώντας το αρκετά ψηλά πάνω από τη φυλακή ώστε να μην γίνει αντιληπτό από τους φύλακες. Στην οθόνη, τους είδα να προετοιμάζουν τους μετανάστες, στοιχίζοντάς τους στην αυλή, για να μπουν πίσω στα κελιά τους. Περίπου 65 κρατούμενοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σε μια γωνία, ακίνητοι, με τα κεφάλια σκυμμένα, τα πόδια τους διπλωμένα, με τα χέρια του ενός να αγγίζουν την πλάτη του μπροστινού του. Όταν ένας μετανάστης έστρεψε το βλέμμα του τριγύρω, ο φρουρός πλησίασε και τον χτύπησε στο κεφάλι.

Κρατούμενοι επ’ αόριστον, χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο

Κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το καθεστώς Καντάφι, η Λιβύη έχτισε πάμπολλες εγκαταστάσεις για τη φυλάκιση πολιτικών κρατουμένων, μελών της πολιτοφυλακής και ξένων μισθοφόρων. Όταν η Ευρώπη στράφηκε στη χώρα για να πιάσει τους μετανάστες, υπήρχαν ήδη έτοιμες δομές κράτησης. Σήμερα υπάρχουν γύρω στα 15 επίσημα κέντρα κράτησης, από τα οποία το Αλ Μαμπάνι είναι το μεγαλύτερο. Ένας αξιωματούχος του ΔΟΜ μου είπε ότι στις φυλακές κρατούνται δεκάδες χιλιάδες μετανάστες από το 2017.

Σύμφωνα με τη λιβυκή νομοθεσία, παράτυποι μετανάστες μπορούν να κρατούνται επ’ αόριστον, χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο. Δεν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ οικονομικών μεταναστών, αιτούντων άσυλο και θυμάτων διακίνησης. Τον Μάιο, έξι γυναίκες στο κέντρο Σάρα’ αλ-Ζαουίγια είπαν στους ερευνητές της Διεθνούς Αμνηστίας ότι βιάστηκαν ή εκτέθηκαν σε άλλη μορφή σεξουαλικού βασανισμού. Στο Αμπού Σαλίμ, δύο μετανάστες δολοφονήθηκαν σε μια προσπάθεια να δραπετεύσουν τον περασμένο Φεβρουάριο. «Ο θάνατος στη Λιβύη είναι κάτι συνηθισμένο: κανείς δεν θα σε αναζητήσει και κανείς δεν θα σε βρει», είπε ένας μετανάστης στη Διεθνή Αμνηστία. Η Νταϊάνα Ελταχαγουί, που δουλεύει στη Διεθνή Αμνηστία, δήλωσε τον Ιούλιο: «Ολόκληρο το μεταναστευτικό σύστημα της Λιβύης είναι σάπιο από τον πυρήνα του».

Σε έκθεση του Human Rights Watch περιγράφεται ο έντονος ξυλοδαρμός έξι κρατούμενων, συμπεριλαμβανομένων δυο δεκαεξάχρονων αγοριών, και η επανειλημμένη σεξουαλική κακοποίηση μιας γυναίκας. Περιγράφεται η ιστορία μιας κρατούμενης που επιχείρησε να κρεμαστεί, ενώ οι φρουροί παρακολουθούσαν

Οι μετανάστες που πιάνονται από την ακτοφυλακή, στριμώχνονται σε λεωφορεία, πολλά από τα οποία προμηθεύονται μέσω της ΕΕ και μεταφέρονται σε φυλακές. Μερικές φορές μονάδες της ακτοφυλακής τους πουλάνε σε κέντρα κράτησης έναντι αμοιβής. Κάποιοι μετανάστες δεν καταφέρνουν ποτέ να φτάσουν σε κάποια φυλακή. Τους πρώτους επτά μήνες του 2021, σύμφωνα με τον ΔΟΜ, περισσότεροι από 15.000 μετανάστες συνελήφθησαν από τη λιβυκή ακτοφυλακή, αλλά μόνο γύρω στις 6.000 κατάφεραν να φτάσουν στις προβλεπόμενες εγκαταστάσεις. «Τα νούμερα απλά δεν βγάζουν νόημα», είπε ο Φεντερίκο Σόδα, επικεφαλής του ΔΟΜ της αποστολής στη Λιβύη. Ο Σόδα πιστεύει ότι πολλοί μετανάστες εξαφανίζονται σε «άτυπες» εγκαταστάσεις διακινητών και πολιτοφυλακών, μέρη στα οποία οι ανθρωπιστικές οργανώσεις δεν έχουν πρόσβαση.

Το Αλ Μαμπάνι δημιουργήθηκε στις αρχές του χρόνου από τον Εμάντ Αλ-Ταραμπουλσί, ένα από τα ανώτερα μέλη της ταξιαρχίας Ζιντάν. Οι πολιτοφυλακές έχουν στενές σχέσεις με τη φυλή των Ζιντάν, η οποία βοήθησε στην ανατροπή του Καντάφι και κρατούσε τον γιο του Σεΐφ πολιτικό κρατούμενο για χρόνια. Σήμερα, η ομάδα ακολουθεί την ίδια γραμμή με την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, η οποία έχει την υποστήριξη του ΟΗΕ. Ο Αλ-Ταραμπουλσί υπηρέτησε για λίγο ως αναπληρωτής επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών (Ο Αλ-Ταλαμπουλσί αρνήθηκε να μιλήσει επί του θέματος). Η φυλακή χτίστηκε σε μια γωνιά της πόλης που ελέγχεται από πολιτοφυλακές, μέλη των οποίων έγιναν προσωπικό και οπλοφόροι της, ενώ ο Νουρεντίν αλ-Γκριτλί, ένας από τους πιο ήπιους διοικητές της πολιτοφυλακής, διορίστηκε διευθυντής.

Τα προηγούμενα χρόνια, ο αλ-Γκριτλί επιτηρούσε μια βάναυση φυλακή μεταναστών, την Ταγιούρα, σε μια στρατιωτική βάση στα ανατολικά προάστια της Τρίπολης. Στην ετήσια έκθεση του Human Rights Watch για το 2019 περιγράφεται ο έντονος ξυλοδαρμός έξι κρατούμενων, συμπεριλαμβανομένων δυο δεκαεξάχρονων αγοριών, και η επανειλημμένη σεξουαλική κακοποίηση μιας γυναίκας. Οι συντάκτες περιγράφουν την ιστορία μιας κρατούμενης που επιχείρησε να κρεμαστεί, ενώ οι φρουροί παρακολουθούσαν. Σύμφωνα με ερευνητές του ΟΗΕ, οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε καταναγκαστική εργασία, που περιλάμβανε τον καθαρισμό όπλων, την αποθήκευση πυρομαχικών και την εκφόρτωση στρατιωτικού υλικού. Τον Ιούλιο του 2019, κατά τη διάρκεια του τελευταίου ξεσπάσματος του εμφυλίου, μια βόμβα χτύπησε τη στρατιωτική βάση, κατεδαφίζοντας τα υπόστεγα που κρατούνταν οι μετανάστες. Περισσότεροι από 50 σκοτώθηκαν, μαζί τους και έξι παιδιά. Οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες κατέληξαν στο Αλ Μαμπάνι.

Η παραδοχή από την ΕΕ για απαράδεκτες συνθήκες κράτησης

Η ΕΕ παραδέχεται ότι οι φυλακές μεταναστών είναι πραγματικά βάναυσες. Ο εκπρόσωπος τύπου του Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης μου είπε: «Η στάση της ΕΕ απέναντι στις συνθήκες κράτησης μεταναστών στα κέντρα της Λιβύης είναι σαφής: Η κατάσταση που επικρατεί στα κέντρα είναι απαράδεκτη. Το παρόν σύστημα αυθαιρεσίας στα κέντρα κράτησης πρέπει να τελειώσει».

Πέρυσι, ο αντιπρόεδρος της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ είπε: «Η απόφαση να κρατούνται αυθαίρετα μετανάστες τελεί υπό την αποκλειστική ευθύνη της λιβυκής κυβέρνησης».

Στην αρχική συμφωνία με τη Λιβύη η ΕΕ υποσχέθηκε να στηρίξει οικονομικά και να φροντίσει για την ασφάλεια των μεταναστών που τίθενται σε κράτηση. Σήμερα, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι δεν υφίσταται απευθείας χρηματοδότηση στους χώρους κράτησης. Οι δαπάνες του Ταμείου Έκτακτης Ανάγκης είναι αδιαφανείς, αλλά οι εκπρόσωποί του μου είπαν ότι στέλνει χρήματα μόνο σε οργανισμούς του ΟΗΕ και διεθνείς MKO που παρέχουν «υποστήριξη σε μετανάστες και πρόσφυγες υπό κράτηση, που μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια». Η υποστήριξη περιλαμβάνει «ιατρική κάλυψη, ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη, χρηματική βοήθεια και διάφορα αντικείμενα πέρα από φαγητό».

Η Τινέκ Στρικ, μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μου είπε ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό ανούσιος: «Εάν η ΕΕ δεν χρηματοδοτούσε τη λιβυκή ακτοφυλακή και τον εξοπλισμό της δεν θα γινόταν καμία αναχαίτιση και καμία παραπομπή σε αυτά τα φρικτά κέντρα κράτησης».

Η Στρικ επισήμανε επίσης ότι η ΕΕ χρηματοδοτεί την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στην οποία η Διεύθυνση Καταπολέμησης της Παράνομης Μετανάστευσης αναλαμβάνει την επίβλεψη των χώρων. Ακόμα και αν η ΕΕ δεν χρηματοδοτεί απευθείας την κατασκευή κέντρων κράτησης ή τους ένοπλους φρουρούς τους, τόνισε, τα χρήματα που δίνει σε κυβερνητικές υπηρεσίες και ΜΚΟ εμμέσως βοηθούν σε μεγάλο μέρος τη λειτουργία τους.

Τα χρήματα της ΕΕ αγοράζουν τις βάρκες που συλλαμβάνουν τους μετανάστες, τα τάμπλετ με οθόνες αφής που χρησιμοποιούν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις για να τους μετρούν κατά την αποβίβασή τους και τα λεωφορεία που τους μεταφέρουν στις φυλακές. Τα χρήματα αυτά μέσω υπηρεσιών του ΟΗΕ, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης και η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, βοηθούν στη χρηματοδότηση για κουβέρτες, χειμωνιάτικα ρούχα και παπούτσια που τους δίνουν όταν φτάσουν. Αυτά τα χρήματα χρησιμοποιούνται επίσης για την κατασκευή μπάνιων σε διάφορες εγκαταστάσεις, για σαπούνια, είδη υγιεινής, χαρτί τουαλέτας αλλά και τα στρώματα στα οποία κοιμούνται οι μετανάστες.

Το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης της ΕΕ για την Αφρική χρηματοδοτεί οχήματα SUV που χρησιμοποιούν οι λιβυκές αρχές για να καταδιώκουν μετανάστες που δραπετεύουν και να εμποδίζουν όσους επιχειρούν να μπουν στη χώρα μέσα από την έρημο Σαχάρα. Σε περίπτωση που οι κρατούμενοι αρρωστήσουν, ασθενοφόρα του Ταμείου τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Και όταν πεθαίνουν, η ΕΕ πληρώνει τις σακούλες που μεταφέρουν τα σώματά τους και εκπαιδεύει τις λιβυκές αρχές στο πώς να διαχειρίζονται τις σορούς τους με τρόπο που να μην προσβάλλει τη θρησκεία τους.

Πώς χρήματα της ΕΕ καταλήγουν σε εκμεταλλευτές μεταναστών

Κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες κάνουν τις συνθήκες στις φυλακές λίγο πιο ανθρώπινες, αλλά, εξετάζοντάς το συνολικά συμβάλλουν στη διατήρηση του συστήματος. Μια εσωτερική έκθεση της Αποστολής Συνοριακής Βοήθειας της ΕΕ για το 2019 το αναγνώρισε, προειδοποιώντας ότι ένα μέρος της τελευταίας οικονομικής δόσης, περίπου 90 εκατομμύρια ευρώ, πιθανώς θα διατεθεί στη λειτουργία των κέντρων, οδηγώντας σε ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση και κακοποίηση.

Η πολιτοφυλακή χρησιμοποιεί επίσης διάφορους τρόπους για να κερδοσκοπήσει από τις εγκαταστάσεις. Οι πολιτοφυλακές συχνά αποκομίζουν χρήματα και δώρα που στέλνουν οι ανθρωπιστικές οργανώσεις και οι κυβερνητικές υπηρεσίες για τους μετανάστες, ένα σύστημα γνωστό ως «εκτροπή βοήθειας».

Ο διευθυντής ενός κέντρου κράτησης στη Μισράτα είπε στους ερευνητές του Human Rights Watch ότι η πολιτοφυλακή του διοικούσε επίσης την εταιρεία catering των εγκαταστάσεων και απέσπασε περίπου το 85% των χρημάτων που έστελνε η λιβυκή κυβέρνηση και ανθρωπιστικές οργανώσεις για να παρέχει γεύματα στους μετανάστες. Οι πολιτοφυλακές έχουν καταγραφεί επίσης να κλέβουν φαγητό, κουβέρτες και είδη υγιεινής. Μια εσωτερική μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από το Ταμείο Έκτακτης Ανάγκης, τον Απρίλιο του 2019, ανακάλυψε ότι πολλά από τα χρήματα που στέλνουν ανθρωπιστικές οργανώσεις καταλήγουν σε πολιτοφυλακές. «Τις περισσότερες φορές, πρόκειται για άσκηση κερδοσκοπικού χαρακτήρα» αναφέρει η έρευνα.

Νόμοι που χρονολογούνται από το καθεστώς Καντάφι επιτρέπουν σε παράτυπους μετανάστες, ανεξαρτήτου ηλικίας, τον εξαναγκασμό σε εργασία χωρίς αμοιβή. Κάθε λίβυος πολίτης μπορεί να πάρει μετανάστες από τη φυλακή πληρώνοντας το αντίτιμο, ώστε να γίνει ο «προστάτης» τους και να επιβλέπει τη δουλειά τους σε ένα χρονικά καθορισμένο πλαίσιο.

Το 2017 το CNN μετέδωσε πλάνα από μια δημοπρασία λίγο έξω από την Τρίπολη, στην οποία μετανάστες πουλήθηκαν για αγροτικές και οικοδομικές εργασίες, με τις προσφορές να ξεκινούν από 400 δηνάρια, δηλαδή γύρω στα 77 ευρώ ανά άτομο. Φέτος, περισσότεροι από 12 μετανάστες από το Αλ Μαμπάνι, ακόμα και ηλικίας 14 χρονών, είπαν στη Διεθνή Αμνηστία ότι εξαναγκάζονταν να δουλεύουν σε αγροκτήματα ή σπίτια για να καθαρίζουν και να φορτώνουν όπλα σε στρατιωτικούς καταυλισμούς κατά τη διάρκεια ενεργών εχθροπραξιών.

Ίσως η πιο συνηθισμένη τακτική να είναι ο εκβιασμός. Στα κέντρα κράτησης, όλα έχουν αντίτιμο: η προστασία, το φαγητό, τα φάρμακα και, το πιο ακριβό όλων, η ελευθερία. Αλλά ακόμα και αν πληρώσεις κάποιον, αυτό δεν σου εγγυάται την απελευθέρωση, κάποιοι μετανάστες πωλούνται εκ νέου σε διαφορετικά κέντρα κράτησης. «Δυστυχώς, το αποτέλεσμα του μεγάλου αριθμού κέντρων κράτησης είναι η εμπορευματοποίηση των μεταναστών, αφού πολλοί κρατούνται από άλλη ομάδα μετά την απελευθέρωσή τους, αναγκάζοντάς τους να καταβάλλουν πολλαπλές φορές λύτρα», αναφέρει η μελέτη του Ταμείου Έκτακτης Ανάγκης.

Σε μια σύσκεψη που έγινε φέτος με τον γερμανό πρέσβη της Λιβύης, ο στρατηγός Αλ-Μαμπρούκ Αμπντέλ-Χαφίζ, ο οποίος επιβλέπει τη Διεύθυνση Καταπολέμησης Παράνομης Μετανάστευσης της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, την υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τις εγκαταστάσεις κράτησης μεταναστών, αναγνώρισε τις βάναυσες συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές. Παρουσίασε τον εαυτό του και τη χώρα του, σαν να του ανατέθηκε ένα αδύνατο έργο.

«Η Λιβύη δεν είναι πλέον μια μέση χώρα, αλλά ένα θύμα που αφέθηκε μόνο του, αντιμέτωπο με μια κρίση που οι υπόλοιπες χώρες απέτυχαν να διαχειριστούν» είπε. (Ο Αμπντέλ-Χαφίζ αρνήθηκε να σχολιάσει επί του θέματος). Όταν πήρα τηλέφωνο τον αλ-Γκριτλί, διευθυντή του Αλ Μαμπάνι και ρώτησα για τις κατηγορίες κακοποίησης, απάντησε πως «δεν υφίσταται καμία κακοποίηση» και έκλεισε τη γραμμή.

Αφήστε μια απάντηση