«Συγχαρητήρια υπουργέ!» Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με επήρεια ΗΠΑ

Η τρέχουσα μεταρρύθμιση του υπουργείου Παιδείας ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση των αμερικανικών στόχων σχετικά με την εκπαίδευση στην Ελλάδα, όπως περιγράφονται σε Έκθεση Στρατηγικής του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ από το 2018. Οι στόχοι αυτοί αντανακλούν συγκεκριμένες γεωπολιτικές επιδιώξεις, ενώ δεν συνάδουν με τον υφιστάμενο προσανατολισμό της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας προς τον ευρωπαϊκό χώρο.

9 Μαρτίου 2021
«Συγχαρητήρια υπουργέ!» Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με επήρεια ΗΠΑ
9 Μαρτίου 2021



Το Manifold είναι μια ερευνητική δημοσιογραφική ομάδα, με μέλη στην Aθήνα, τη Λευκωσία και το Λονδίνο. Τα μέλη της ομάδας είναι οι Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου, Αυγουστίνος Ζενάκος, Αχιλλέας Ζαβαλλής, Γιάννης Μπαμπούλιας, Μιχάλης Παναγιωτάκης, Γιάννης-Ορέστης Παπαδημητρίου και Ελίζα Τριανταφύλλου. Τον Απρίλιο του 2020 δημιούργησε την ιστοσελίδα The Manifold Files, σχεδιασμένη για να φιλοξενεί μακρόπνοες δημοσιογραφικές έρευνες.

«Συγχαρητήρια υπουργέ! Υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνουμε από κοινού σε αυτό το πεδίο, χτίζοντας ευκαιρίες για νέους ανθρώπους στις χώρες μας και βαθαίνοντας τους ακαδημαϊκούς δεσμούς που θα μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε το μέλλον».

Με αυτό το μήνυμα στο Twitter, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζέφρι Πάιατ συνεχάρη τη νέα υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως για την ανάληψη των καθηκόντων της, στις 10 Ιουλίου 2019, πρώτη μέρα της στο υπουργείο.

Πρόσφατα, η προσπάθεια του υπουργείου Παιδείας να αναδιαρθρώσει ριζικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση κορυφώθηκε με το νομοσχέδιο «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις», που ψηφίστηκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 11/2/2021. Το νομοσχέδιο οδήγησε σε αντιδράσεις από την αντιπολίτευση αλλά και από στελέχη της κυβερνώσας παράταξης, από τη σύνοδο των πρυτάνεων, καθώς και από φοιτητές που έχουν διαδηλώσει επανειλημμένα εναντίον του, κυρίως εξαιτίας της θέσπισης σώματος πανεπιστημιακής αστυνομίας αλλά και για άλλες διατάξεις του.

Όπως προκύπτει από μια παράλληλη εξέταση της τρέχουσας μεταρρύθμισης και της πιο πρόσφατης ICS (Integrated Country Strategy) για την Ελλάδα, δηλαδή της Έκθεσης Στρατηγικής του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, την οποία παρουσιάζουμε πιο κάτω, το υπουργείο Παιδείας ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση των αμερικανικών στρατηγικών στόχων σχετικά με την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Οι στόχοι αυτοί αντανακλούν συγκεκριμένες γεωπολιτικές επιδιώξεις — εξ ου άλλωστε και το mention του κ. Πάιατ στον αναπληρωτή γραμματέα Παιδείας και Πολιτισμού του State Department, στο συγχαρητήριο tweet του προς την κ. Κεραμέως.

Την ίδια στιγμή, οι αμερικανικοί στόχοι δεν μοιάζει να βρίσκονται σε συμφωνία με τον υφιστάμενο προσανατολισμό της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας προς τον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς πολλά ελληνικά ανώτατα ιδρύματα ετοιμάζονται να συμπράξουν με ευρωπαϊκά στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια». Κρίσιμο στοιχείο της ασυμφωνίας αποτελεί το γεγονός ότι ενώ το αμερικανικό μοντέλο, στο οποίο ανοίγει δρόμο η μεταρρύθμιση Κεραμέως, βασίζεται κυρίως σε συμπράξεις ιδιωτικών πανεπιστημίων, η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ευνοεί τις συμπράξεις δημοσίων.

Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Πιέζοντας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»

Οι ICS σκιαγραφούν τη στρατηγική της «Αποστολής» (της πρεσβείας) σε κάθε χώρα για την προσεχή τετραετία, ενώ, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα, υπακούουν σε «υψηλότερου επιπέδου έγγραφα και στρατηγικές, όπως η Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας, το Κοινό Στρατηγικό Πλάνο Κράτους-USAID (JSP) και οι στρατηγικές των περιφερειακών (JRS) και λειτουργικών υπηρεσιών (FBS)». Στην ουσία, οι ICS ορίζουν τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για την εκάστοτε χώρα.

Η πιο πρόσφατη Έκθεση Στρατηγικής για την Ελλάδα εγκρίθηκε προς δημοσίευση τον Αύγουστο του 2018, ανάμεσα στην υπογραφή και την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, και δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών τον Ιανουάριο του 2019.

Ο πρωταρχικός στόχος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην Ελλάδα, με πρωτεργάτη την πρεσβεία, διατυπώνεται από την πρώτη σελίδα (οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα δικές μας): «Ενθαρρύνοντας την Ελλάδα να ενισχύσει τον ρόλο της στον ενεργειακό τομέα στην Ευρώπη και πιέζοντας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η Πρεσβεία στην Αθήνα θα καταπολεμήσει τις προσπάθειες των διεθνών αντιπάλων της να εκμεταλλευτούν τη γεωπολιτική σημασία και τις δομικές αδυναμίες της Ελλάδας, προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν την περιοχή και να εγείρουν αντιδυτικά αισθήματα». Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται πιο συγκεκριμένα στη σελίδα 5 του εγγράφου, όπου η ενίσχυση και ανάπτυξη κοινωνικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δεσμών αποσκοπεί μεταξύ άλλων στο «να καλλιεργήσει μια νέα γενιά ηγετών με ευνοϊκή στάση πρός τις ΗΠΑ και τις αξίες τους».

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο η «μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος» αποτελεί τον έναν από τους «δύο μείζονες διπλωματικούς στόχους» της αμερικανικής αποστολής στην Αθήνα, μαζί με την «αναχαίτιση της κακόβουλης ρωσικής και κινεζικής επιρροής». «Η εκπαίδευση είναι το κλειδί για τη μελλοντική ευημερία της Ελλάδας» συνεχίζει το κείμενο. «Το παρόν σύστημα περιορίζει την πρόσβαση των φοιτητών σε συνεργατικά προγράμματα με διεθνή ιδρύματα και πτυχία ανωτάτου επιπέδου στο εξωτερικό. Η Αποστολή θα ενθαρρύνει τη βελτιωμένη διοίκηση και διαχείριση,  απαλλαγμένη από την πολιτική και θα ενισχύσει την ανάπτυξη ενός σύγχρονου και αποδοτικού εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα».

«Νέοι ηγέτες με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στις ΗΠΑ» και «γραφειοκρατικά εμπόδια» στην εκπαίδευση – τα επίμαχα αποσπάσμα της έκθεσης του Στέιτ Ντιπαρτμέντ.

Η στοχοθεσία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αποτέλεσε μέρος της κοινοβουλευτικής συζήτησης στις 11 Φεβρουαρίου, την ημέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας. Ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25 Γιάνης Βαρουφάκης κατέθεσε στα πρακτικά της Βουλής παλαιότερες συνομιλίες μεταξύ αμερικανών διπλωματών οι οποίες είχαν διαρρεύσει στα Wikileaks (το λεγόμενο Cablegate, διαρροή 250.000 τηλεγραφημάτων του State Department) ενώ αναφορά σε αυτές έκανε στην τοποθέτησή του και ο πρώην υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, Νίκος Φίλης.

Τα τηλεγραφήματα των Wikileaks, χρονολογημένα μεταξύ 2006 και 2009, απηχούν τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απόπειρα της κυβέρνησης Καραμανλή να αναθεωρήσει το Άρθρο 16 του Συντάγματος, ενώ τα πιό πρόσφατα εξ αυτών περιλαμβάνουν και τις ανησυχίες που εγείρονται στην αμερικανική εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα από την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008. Τα «προβλήματα» που καλύπτονται στις αναφορές των αξιωματούχων εκτείνονται από το πανεπιστημιακό άσυλο μέχρι τη συνδικαλιστική δύναμη των εκπαιδευτικών, όμως ο βασικός στόχος που εκφράζεται από το πρώτο τηλεγράφημα είναι η λειτουργία των ιδιωτικών ιδρυμάτων, τα οποία περιγράφονται ως «αγωνιωδώς απαραίτητα».

Η Έκθεση Στρατηγικής του 2018 επιμένει σε αυτούς τους στόχους παρέχοντας πρόσθετες εξηγήσεις. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται «ανεκμετάλλευτη αγορά» για τις αμερικανικές επενδύσεις, ενώ διαπιστώνεται ότι «συντελείται μια στροφή προς την επιχειρηματικότητα αντί ενός οικονομικού μοντέλου που καθοδηγείται από το κράτος, ιδίως μεταξύ της νεολαίας, η οποία αποτελεί μείζονα στόχο για την αύξηση των εξαγωγών από τις ΗΠΑ και μια ευκαιρία να προωθηθεί ένα επιχειρηματικό μοντέλο βασισμένο στον ιδιωτικό τομέα».

Η αγορά της ανώτατης εκπαίδευσης

Τα τελευταία 30 χρόνια, η αγορά της Διασυνοριακής Εκπαίδευσης (Transnational Education – TNE) ακμάζει ταχύτατα. Ο όρος αποτελεί επέκταση της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» προκειμένου να καλύψει και τη διογκούμενη διεθνή αγορά των εκπαιδευτικών επιχειρήσεων, η οποία έχει ενταχθεί κανονικά στο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Οι ΗΠΑ ζήτησαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου την απελευθέρωση της διεθνούς αγοράς της ανώτατης εκπαίδευσης, επιτυγχάνοντας τελικά την αναγνώριση της παιδείας ως εμπορεύσιμου αγαθού και την ένταξή της στη Γενική Συμφωνία για τις Συναλλαγές στον Τομέα των Υπηρεσιών (GATS) το 1995, ενώ το 2001, στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας, ορίστηκαν οι βέλτιστες πρακτικές για τη διασυνοριακή εκπαίδευση στην Ευρώπη.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000, οι ΗΠΑ ηγούνται στον αριθμό των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που λειτουργούν στο εξωτερικό και μέχρι σήμερα φαίνεται να μοιράζονται με το Ηνωμένο Βασίλειο τη μερίδα του λέοντος στα παραρτήματα πανεπιστημίων τους σε άλλες χώρες: μαζί κατείχαν το 47% των λεγόμενων IBCs (International Branch Campuses) παγκοσμίως το 2015.

Τα χαρακτηριστικά των επενδύσεων αυτών φαίνονται να είναι αρκετά επιθετικά. Το 2015, το αμερικάνικο δίκτυο CNBC, αναφερόμενο στην εταιρεία Laureate που εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 στη Διασυνοριακή Εκπαίδευση, περιγράφει μια μελανή εικόνα για τις δραστηριότητες της εταιρείας εντός και εκτός ΗΠΑ, ενώ η είσοδός της σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής συνοδεύεται από περικοπές σε μισθούς και προσωπικό, με την άδεια λειτουργίας ενός από τα ιδρύματά της να αφαιρείται εξ ολοκλήρου στη Χιλή. Το δημοσίευμα φέρει τον τίτλο «Ένα αμφιλεγόμενο εκπαιδευτικό μοντέλο που οι ΗΠΑ εξάγουν στον κόσμο».

Η επιθετικότητα της επενδυτικής στρατηγικής είναι μάλλον εγγεγραμμένη στο μοντέλο των IBCs. Ήδη από το 2002, σε έκθεση του Παρατηρητηρίου για μια Ανώτατη Εκπαίδευση Χωρίς Σύνορα αναφέρεται ότι οι εταίροι των IBCs «τείνουν να σχετίζονται με το real estate και τις κατασκευές, αντί για τις διδακτικές υπηρεσίες».

Η απόβαση

Στις 26 Ιουλίου 2019, δύο μόλις εβδομάδες μετά το συγχαρητήριο tweet του, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ επισκέφθηκε τη Νίκη Κεραμέως στο υπουργείο της προκειμένου να συζητήσουν τις προοπτικές εμβάθυνσης της συνεργασίας ελληνικών και αμερικανικών ιδρυμάτων.

Τον Σεπτέμβριο του 2019, η υπουργός Παιδείας συνόδευσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη για τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα και πραγματοποίησε συναντήσεις με την υφυπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Τραμπ, Μαρί Ρόις, και τον Πρόεδρο του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Εκπαίδευση, Άλαν Γκούντμαν.

Λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή της, στις αρχές του Οκτωβρίου, ανακοινώθηκε μέσω του Τύπου ότι επίκειται η αναγνώριση των πτυχίων των ξένων και ιδιωτικών κολλεγίων, αλλά και ότι αμερικάνικα πανεπιστήμια θα κάνουν «απόβαση» στην Αθήνα προκειμένου να εκκινήσουν τις συζητήσεις για κοινά προγράμματα σπουδών και έρευνας με ελληνικά ιδρύματα.

Στις 12 Δεκεμβρίου 2019, η Νίκη Κεραμέως δείπνησε στην κατοικία του πρεσβευτή των ΗΠΑ και στις 17 Δεκεμβρίου χαιρέτισε την εκδήλωση του Διεθνούς Ινστιτούτου Εκπαίδευσης, ευχαριστώντας μεταξύ άλλων την αρμόδια αξιωματούχο του State Department αλλά και τον Τζέφρι Πάιατ για τη συνεργασία. «Είμαστε εδώ» είπε «προκειμένου να ανοίξουμε ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ αμερικανικών και ελληνικών ιδρυμάτων». Η εκδήλωση αποτελούσε την επίσημη έναρξη του προγράμματος IAPP Greece που θα επέτρεπε σε εκπροσώπους αμερικανικών ιδρυμάτων να επισκεφθούν την Ελλάδα στα τέλη Μαρτίου 2020 για να ελέγξουν το έδαφος για την «απόβαση» που είχε προεξοφλήσει ο ελληνικός Τύπος.

Στις αρχές Ιανουαρίου 2020, η υπουργός Παιδείας πραγματοποίησε ξανά επίσκεψη στις ΗΠΑ, στο περιθώριο της συνάντησης Μητσοτάκη-Τραμπ, όπου συναντήθηκε εκ νέου με την υφυπουργό Παιδείας των ΗΠΑ, ενώ επισκέφθηκε και την έδρα ελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, αλλά και τις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου Τζόρτζταουν.

Η επέλαση της πανδημίας και το πρώτο lockdown ανέκοψαν την προγραμματισμένη για τις αρχές Μαρτίου επίσκεψη των εκπροσώπων των αμερικανικών πανεπιστημίων, ο αριθμός των οποίων είχε ανέλθει στο μεταξύ στα 28. Η συνδιάσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε εν τέλει διαδικτυακά, με τη συμμετοχή του αμερικανού πρεσβευτή, στις 15 Ιουνίου 2020.

Οι διαδοχικές συναντήσεις της υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων με τους εκπροσώπους της αμερικάνικης πλευράς: τον πρέσβη των ΗΠΑ Τζόφρι Πάιατ, την υφυπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Τραμπ, Μαρί Ρόις, τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ, τους υπευθύνους του Διεθνούς Ινστιτούτου Εκπαίδευσης και η τηλεδιάσκεψη με τα αμερικάνικα πανεπιστήμια, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η σειρά των ιδιωτών

Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 9 Ιουνίου, είχε ψηφιστεί στη Βουλή η δυνατότητα να παρέχονται ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών με διαφορετικά χαρακτηριστικά απ’ αυτά των ελληνικών ΑΕΙ, προγράμματα που κατά κανόνα παρέχουν πτυχία τα οποία συντίθενται από διαφορετικές επιστήμες και επιτρέπουν τα δίδακτρα. Η κίνηση επικρίθηκε από την εκπαιδευτική και φοιτητική κοινότητα ως υποβάθμιση των εγχώριων προγραμμάτων σπουδών και ερμηνεύθηκε ως πρώτο βήμα για το άνοιγμα στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.

Τον Δεκέμβριο του 2020, μάλιστα, με κατάθεση τροπολογίας την τελευταία στιγμή, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε την εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των δημόσιων πανεπιστημίων με τα ιδιωτικά κολλέγια που εισηγήθηκε η υπουργός Παιδείας.

Τέλος, το πιο πρόσφατο βήμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με το νομοσχέδιο του Φεβρουαρίου, θέσπισε την ελάχιστη βάση εισαγωγής, η οποία έχει εκτιμηθεί ότι θα μπορούσε να αφήσει 20.000 μαθητές εκτός των ελληνικών πανεπιστημίων, ενώ θα έβλαπτε σκληρά ιδίως τα ιδρύματα της περιφέρειας.

Τον φόβο αυτόν εξέφρασαν σε διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν στις 3/2/2021 τα μέλη συλλόγων ΔΕΠ του ΕΜΠ, του Τμήματος Φυσικής Αγωγής και Παιδαγωγικής εκπαίδευσης ΕΚΠΑ, του Παντείου, του ΠΑΔΑ και των Παν/μίων Θεσσαλίας, Πατρών, Αιγαίου, Ιωαννίνων. Εκτίμησαν ότι η τελευταία αυτή φάση της μεταρρύθμισης θα αφήσει το 30% των εισακτέων εκτός πανεπιστημίων με αποτέλεσμα να «μαραζώσουν» τα περιφερειακά πανεπιστήμια και να καταργηθούν γνωστικά αντικείμενα.

Όπως το έθεσαν ρητά, «επιχειρείται να μειωθεί η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά 20-30.000 νέους, τους οποίους σπρώχνει σε σπουδές κατάρτισης και σε αμφιβόλου ποιότητας ιδιωτικά κολέγια».

Η υποχώρηση της Επιτροπής

Σε άρθρο με το οποίο επέκρινε τη νομοθέτηση των Ξενόγλωσσων Προγραμμάτων Σπουδών την περίοδο της ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου, η πρώην αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου κατέληγε υπενθυμίζοντας ότι τρία ελληνικά πανεπιστήμια (ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Γεωπονικό) είχαν προσχωρήσει σε τρία διαφορετικά consortia «της μεγάλης Ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την απόκτηση κοινών πτυχίων».

Αντίστοιχα, σε δημοσίευμα του «Βήματος» τον Μάρτιο του 2020, διαβάζουμε: «Έρχεται η αμερικανική βοήθεια! Και στην περίπτωση της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας μας φαίνεται ότι φέρνει ανατροπές. Το ερώτημα στα παραπάνω βέβαια είναι πού θα σταθεί η… Ευρώπη, καθώς τα περισσότερα ελληνικά ΑΕΙ σχεδιάζουν ήδη να επενδύσουν στο πρόγραμμα των “Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων” που είναι η νέα στρατηγική κίνηση σε θέματα Παιδείας, την οποία υιοθέτησαν πρόσφατα τα ανώτατα Ιδρύματα της Γηραιάς Ηπείρου».

Το πρόγραμμα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια προέκυψε από τη σύνοδο κορυφής του Γκέτεμποργκ στα τέλη του 2017 ως μία από τις απόπειρες εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με ορίζοντα το 2024. Σκοπός ήταν η «ενίσχυση των στρατηγικών συμπράξεων σε όλη την ΕΕ μεταξύ ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την ενθάρρυνση της δημιουργίας, έως το 2024, είκοσι περίπου “Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων”, δηλαδή δικτύων πανεπιστημίων “από τη βάση προς την κορυφή” σε όλη την ΕΕ, που θα επιτρέπουν στους σπουδαστές να λαμβάνουν τίτλο συνδυάζοντας σπουδές σε διάφορες χώρες της ΕΕ και θα συμβάλλουν στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων».

Τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια θα αποτελούν ομάδες πανεπιστημίων των κρατών-μελών που θα ξεκινήσουν με την ανταλλαγή διδακτικού προσωπικού και τη στοιχειώδη ευθυγράμμιση των προγραμμάτων σπουδών, με απώτερο στόχο την παροχή κοινών πτυχίων. Είκοσι τέτοιες ομάδες θα επιλεγούν στο τελικό στάδιο της διαδικασίας, η οποία περνάει μέσα από διαδοχικά στάδια αξιολόγησης των υποψηφιοτήτων και θα χρηματοδοτηθούν με ευρωπαϊκούς πόρους ώστε να μπορέσουν να παρέχουν κοινά πτυχία.

Εν αντιθέσει με τα αμερικάνικα πανεπιστήμια και ιδίως το μοντέλο των IBCs, η διεθνοποίηση των οποίων βασίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η πρωτοβουλία των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων είναι προσανατολισμένη στα δημόσια ιδρύματα. Μάλιστα, όπως μας επισημαίνει πηγή κοντά στην εγχώρια προετοιμασία του προγράμματος, αυτό είναι αποτέλεσμα της υποχώρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία αρχικά εισηγήθηκε τη συμμετοχή επί ίσοις όροις για δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα στον διαγωνισμό. Η πρόταση απορρίφθηκε και τα αυστηρά κριτήρια που θεσπίστηκαν για την επιλογή των προτάσεων, ευνοούν τα δημόσια πανεπιστήμια της Ευρώπης.

Στον δεύτερο γύρο προτάσεων, τον Ιούλιο του 2020, τα ελληνικά πανεπιστήμια που συμμετέχουν σε κοινοπραξίες οι οποίες κατέθεσαν φάκελο στα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια αυξήθηκαν σε επτά: ΕΚΠΑ, ΑΠΘ, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στον πρώτο γύρο και Πολυτεχνείο Κρήτης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο και Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Σε δήλωση που μας απέστειλε μετά από ερώτημα του Manifold, ο Πρύτανης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου Νίκος Κατσαράκης δήλωσε ότι η επιλογή της κοινοπραξίας «ATHENA» στην οποία συμμετέχει με άλλα ιδρύματα της Ευρώπης ως ένα από τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια αποτελεί «στρατηγική προτεραιότητα» για το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο. «Καθώς ο θεσμός των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση», συνεχίζει, «είναι απαραίτητο το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων να ενισχύσει σημαντικά τα ελληνικά Πανεπιστήμια που συμμετέχουν στις συμπράξεις Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων και έχουν επιλεγεί με πολύ αυστηρά κριτήρια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».

Οι απαντήσεις του υπουργείου

Είναι μέχρι στιγμής άγνωστο πώς η σύμπνοια της τρέχουσας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με την αμερικανική στρατηγική μπορεί να συνδυαστεί με την «στρατηγική προτεραιότητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το να προσέλθουν τα ελληνικά πανεπιστήμια σε έναν ευρωπαϊκό διαγωνισμό διαμέσου μιας αναμόρφωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υλοποιεί αμερικανικούς στρατηγικούς στόχους δεν φαίνεται να ενισχύει τις πιθανότητες επιτυχίας τους.

Σε επικοινωνία που είχαμε μαζί του, ο γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας Απόστολος Δημητρόπουλος δηλώνει ότι προτεραιότητα του υπουργείου είναι η εξωστρέφεια και ότι το πρόγραμμα των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων υποστηρίζεται από το υπουργείο, χωρίς να παρεμβαίνει, «καθώς αυτό θα ήταν ασυνεπές με τις θέσεις μας για την αυτονομία των ελληνικών ιδρυμάτων».

Το υπουργείο δεν δέχεται τη θέση ότι η μεταρρύθμιση ευνοεί την ιδιωτική εκπαίδευση και συμπληρώνει ότι ο προσανατολισμός του είναι μέσω της θέσπισης του διπλού μηχανογραφικού να επιτρέπεται στους αποφοίτους Λυκείου να δηλώνουν ΑΕΙ, αλλά και δημόσια ΙΕΚ. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο κ. Δημητρόπουλος στο Manifold, η θέση ότι η μεταρρύθμιση ευνοεί τον ιδιωτικό τομέα αποτελεί μια «ιδεολογικά φορτισμένη κριτική της αντιπολίτευσης».

Ως προς την προτεραιότητα του προσανατολισμού προς τις ΗΠΑ, ο κ. Δημητρόπουλος απαντά ότι «η εξωστρέφειά μας είναι προς όλον τον κόσμο» και τονίζει ότι εκτός από τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, αντίστοιχα προγράμματα ετοιμάζεται να αναγγείλει το υπουργείο και για τα πανεπιστήμια της Βρετανίας και της Κίνας — τους δύο μεγαλύτερους εξαγωγείς IBCs μετά τις ΗΠΑ, θα συμπληρώσουμε εμείς.

Τέλος, στο ερώτημα κατά πόσο είναι θεμιτό να εμπλέκεται σε τέτοιο βαθμό στις συντελούμενες αλλαγές μία ξένη χώρα όταν έχει δηλώσει ως πρώτη προτεραιότητα της εξωτερικής της πολιτικής για την Ελλάδα τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των δικών της συμφερόντων, ο κ. Δημητρόπουλος απαντά ότι δεν έχει γνώση της Έκθεσης Στρατηγικής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και η εικόνα που έχει για τη μεταρρύθμιση δεν ανταποκρίνεται σε αυτή την περιγραφή. «Την ευθύνη για τη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής» μας είπε «την έχει η ελληνική κυβέρνηση, δεν την έχει κάποιος άλλος».

Σε ερώτησή μας σχετικά με τη συνεργασία ανάμεσα στην πρεσβεία των ΗΠΑ και στο υπουργείο Παιδείας, εκπρόσωπος της πρεσβείας δεν θέλησε να σχολιάσει.

Το σίγουρο είναι ότι ασχέτως του βαθμού εμπλοκής στην ελληνική μεταρρύθμιση, η Έκθεση του 2018 δεν είναι ιδιαίτερα κρυπτική όσον αφορά τον χαρακτήρα των σπουδών που προκρίνει η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Μεταξύ των αναλυτικών στόχων της πρεσβείας για το τρέχον διάστημα διαβάζουμε το εξής:

«Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με τους αμερικανούς εταίρους τους και να εκσυγχρονιστούν οι δομές προκειμένου να ενσωματώσουν τις βέλτιστες πρακτικές των ΗΠΑ ώστε να παράγουν απόφοιτους ικανούς να εισέρχονται απευθείας στην αγορά εργασίας και να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη.

»Δικαιολόγηση: Τα γραφειοκρατικά εμπόδια περιπλέκουν την εκπαιδευτική συνεργασία και καθιστούν δύσκολο για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να θεσπίζουν μακροπρόθεσμες σχέσεις. Μια απαρχαιωμένη προσέγγιση στην εκπαίδευση παράγει αποφοίτους που είναι καλά καταρτισμένοι στη θεωρία, αλλά είναι ανέτοιμοι να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης οικονομίας».

Δεδομένου ότι το 53% των νέων αποφοίτων των αμερικάνικων πανεπιστημίων είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν ο προσανατολισμός στην επιδιωκόμενη από τις ΗΠΑ στρατηγική μπορεί να επιλύσει το ίδιο το πρόβλημα που θέτει.

Αφήστε μια απάντηση