Η ανεξιχνίαστη εξαφάνιση του Princess Lulu

Ογδόντα πέντε Σύριοι μετανάστες απέπλευσαν τον Δεκέμβριο του 2023 από ένα ψαροχώρι του Λιβάνου, με προορισμό την Κύπρο. Φαίνεται πως δεν έφτασαν ποτέ. Οι δημοσιογράφοι του διεθνούς δικτύου Black Sea πραγματοποίησαν εκτεταμένη έρευνα στον Λίβανο, στην Κύπρο, στην Τουρκία, προσπαθώντας να ρίξουν φως στο μοιραίο δρομολόγιο. Μίλησαν με οικογένειες, με τις αρχές, με ακτιβιστές και με διακινητές, συγκέντρωσαν ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα, μελέτησαν έγγραφα, έκαναν ερωτήσεις. Το Reporters United φιλοξενεί εκτεταμένα αποσπάσματα της διασυνοριακής αυτής ιχνηλασίας.

Βίντεο: The Black Sea
Η ανεξιχνίαστη εξαφάνιση του Princess Lulu
Βίντεο: The Black Sea

Η έρευνα «The Lost Boat» («Το Χαμένο Καράβι») του Black Sea δημοσιεύτηκε στα αγγλικά, τα τουρκικά και τα ελληνικά από το Reporters United.

Δεκέμβριος 2023. Τέσσερα σκάφη με Σύριους πρόσφυγες αποπλέουν από την Τρίπολη του Λιβάνου. Μόνο τα τρία από αυτά θα φθάσουν στην Κύπρο. Η μοίρα του τέταρτου αγνοείται μέχρι σήμερα, μαζί με τους 85 επιβάτες του – ανάμεσά τους 35 παιδιά. Η «εξαφάνισή» του παραμένει ένα μυστήριο που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να εξιχνιάσει, ακόμα κι όταν στις ακτές της Μεσογείου άρχισαν να ξεβράζονται ανθρώπινα πτώματα. 

Ένα πτώμα σε υπερπολυτελές θέρετρο

Ένα μουντό χειμωνιάτικο δειλινό, οι υπάλληλοι του υπερπολυτελούς αλλά άδειου λόγω εποχής ξενοδοχείου Lykia World Antalya στο Μαναβγκάτ της Τουρκίας διέκριναν ένα κόκκινο κουρέλι να τρεμοπαίζει στην άκρη των κυμάτων, που το έσπρωχναν επίμονα προς την ακτή σαν να προσπαθούσαν απεγνωσμένα να δηλώσουν την ύπαρξή του. Ήταν 20 Ιανουαρίου 2024. Όταν τον επόμενο Ιούλιο επισκεφθήκαμε το ξενοδοχείο, ένας υπάλληλος μας έδειξε τη φωτογραφία. Το κόκκινο κουρέλι, απομεινάρι ενός φορέματος ή πουκαμίσου, τύλιγε ανεπιτυχώς απομεινάρια ενός ανθρώπινου σκελετού. Οι υπάλληλοι δεν θυμούνταν αν φωτογράφισαν το μακάβριο εύρημα πριν καλέσουν την αστυνομία ή μετά. 

Τις επόμενες εβδομάδες εντοπίστηκαν κι άλλα ξεβρασμένα πτώματα στην ακτογραμμή της Αττάλειας και στη Μούγλα, προς τα δυτικά – σε διαφορετικό βαθμό σήψης το καθένα. Στα ταμπλόιντ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Τουρκίας οι εικασίες άρχισαν να οργιάζουν: Ήταν Παλαιστίνιοι που βομβαρδίστηκαν από το Ισραήλ στην προσπάθειά τους να διαφύγουν; Ήταν θύματα κάποιου κατά συρροή δολοφόνου στην Τουρκία; 

Οι αρχές είχαν ειδοποιηθεί από νωρίς ότι μετανάστες ενδεχομένως βρίσκονται σε κίνδυνο, όμως δεν πραγματοποίησαν επιχείρηση Έρευνας και Διάσωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα, δεν είχε διεξαχθεί καμία επίσημη έρευνα

Σύντομα, μέσα από μαρτυρίες, τα πτώματα αυτά άρχισαν να συνδέονται με άλλα που είχαν βρεθεί στην Κύπρο, στα Κατεχόμενα της Κύπρου και στη Συρία, και το μακάβριο ενδιαφέρον στην Τουρκία για τους νεκρούς ξεθύμανε. Πλέον, υπήρχε απλούστερη εξήγηση: Οι νεκροί ήταν μετανάστ(ρι)ες.

Πτώματα άρχισαν να ξεβράζονται στις 17 Ιανουαρίου στην ακτή της Αττάλειας, στην Τουρκία.

11 Δεκεμβρίου 2023, βράδυ – Λίβανος. Στο ψαροχώρι Σεΐχ Ζενάντ, δύο ώρες από τη Βηρυτό προς τα βόρεια, περίπου 250 άνδρες, γυναίκες και παιδιά περίμεναν να επιβιβαστούν σε τέσσερα σκάφη για να περάσουν στην Κύπρο. Σχεδόν όλοι ήταν Σύριοι, με εξαίρεση ελάχιστους Λιβανέζους και Παλαιστίνιους. Μία-μία οι βάρκες σάλπαραν για το νυχτερινό ταξίδι τους στη Μεσόγειο. Το επόμενο βράδυ, οι τρεις έφτασαν στην Αγία Νάπα, το πλησιέστερο σημείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Λίβανο. Το τέταρτο σκάφος, ένα ψαροκάικο με το όνομα «Princess Lulu», φαίνεται να μην έφτασε ποτέ στο νησί. Ούτε οι 85 επιβάτες του, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και 35 παιδιά.

Οι άνθρωποι που επιβιβάστηκαν στο «Princess Lulu» είχαν πληρώσει χιλιάδες δολάρια σε ένα δίκτυο διακινητών που εδρεύει στην Τρίπολη του Λιβάνου. Τα τελευταία χρόνια, η πόλη έχει γίνει ορμητήριο για το πέρασμα στην Ευρώπη. Οι διακινητές είχαν αγοράσει εκείνη την ημέρα για 15.000 δολάρια το «Princess Lulu» από τον μέχρι τότε ιδιοκτήτη του Χαλέντ αλ-Καντούρ, ο οποίος είχε αρνηθεί να κάνει το ταξίδι, σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών και δικαστικά έγγραφα. Η βάρκα τώρα ήταν στο όνομα κάποιου Μαχμούντ Εΐντ, ο οποίος από την έρευνα προέκυψε ότι ήταν απλώς βιτρίνα για τους διακινητές αδελφούς Χαλέντ και Φιράς Αλ-Μπαϊτάρ.

Οι αρχές είχαν ειδοποιηθεί από νωρίς ότι μετανάστες ενδεχομένως βρίσκονται σε κίνδυνο, όμως δεν πραγματοποίησαν επιχείρηση Έρευνας και Διάσωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα, δεν είχε διεξαχθεί καμία επίσημη έρευνα, ούτε στον Λίβανο απ’ όπου απέπλευσε το σκάφος, ούτε στην Κύπρο, η οποία, βάσει των συμφωνιών Έρευνας και Διάσωσης, φέρει την ευθύνη για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο όπου εξαφανίστηκε το «Princess Lulu».

Πίσω απ’ αυτόν τον θεσμικό λήθαργο σβήνουν σε βουβή απόγνωση τα αναφιλητά δεκάδων οικογενειών, που όλον αυτό τον καιρό αναζητούν μάταια μιαν απάντηση: Τι απέγιναν οι δικοί τους που επέβαιναν σε εκείνο το μοιραίο σκάφος. Ο πόνος τους εντείνεται από τα αντικρουόμενα στοιχεία, καθώς κάποια δείχνουν ότι έφτασαν στην Κύπρο και άλλα ότι πνίγηκαν καθ’ οδόν.  

Ταξιδέψαμε στην Τουρκία, την Κύπρο και τον Λίβανο, σε μια προσπάθεια να συλλέξουμε τα κομμάτια της ιστορίας του «Princess Lulu» και να εξετάσουμε αν συνδέεται με τα πτώματα που ξεβράστηκαν στις μεσογειακές ακτές. 

Ανασυνθέσαμε τα γεγονότα από μαρτυρίες συγγενών των αγνοουμένων, δικηγόρων και ακτιβιστ(ρι)ών. Συλλέξαμε μηνύματα (βίντεο, γραπτά, φωνητικά μηνύματα) που έστειλαν οι επιβάτες προτού εξαφανιστούν στη σιωπή. Μέσα από αυτά αναδύεται αμείλικτη μια εικόνα αδιαφορίας: διακινητές που λένε ψέματα, θεσμικοί φορείς που δεν εκπλήρωσαν τον ρόλο τους, κυβερνήσεις που αρνούνται να λογοδοτήσουν. 

«Η Θάλασσα είναι ήρεμη, το ταξίδι γαλήνιο»

Το «Princess Lulu» ήταν το τελευταίο από τα τέσσερα σκάφη που απέπλευσαν, γύρω στη 1:00 το βράδυ, από το Σεΐχ Ζενάντ την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023. Το ταξίδι θα διαρκούσε λιγότερο από μία μέρα. Καθώς έβλεπαν την ακτή να ξεμακραίνει, οι επιβάτες έστελναν μηνύματα στους δικούς τους. Επικρατούσε αισιοδοξία. Κάποιοι προειδοποιούσαν ότι μπορεί να χάσουν το σήμα στα διεθνή ύδατα. Άλλοι ότι οι διακινητές είχαν κατάσχει τις κάρτες SIM.   

Ανάμεσα στους 85 του «Princess Lulu» βρισκόταν ένας 19χρονος φοιτητής Πληροφορικής από την Νταράα της Συρίας, ο Μοχάμεντ Αλ Χασάουνε. Ο Χαμάντα, όπως τον φώναζε χαϊδευτικά η μητέρα του, ήταν αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα από την πόλη του. Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των γονιών του, είχε συμφωνήσει να τελειώσει πρώτα τις σπουδές του και μετά να παντρευτεί. Συγγενείς του στην Κύπρο κανόνισαν το ταξίδι με μεσάζοντες, κι είχαν υποσχεθεί πως όταν πια θα έφτανε, θα γραφόταν στο Πανεπιστήμιο εκεί. 

Προτού  ο Χαμάντα αφήσει την πατρίδα του, η αρραβωνιαστικιά του τού είχε χαρίσει ένα βραχιόλι. Χαραγμένος επάνω του, «Ο Στίχος του Θρόνου» (Ayat al-Kursi) από το Κοράνι. Για να τον φυλά στο ταξίδι του. Αργότερα, το βραχιόλι θα αποδεικνυόταν κομβικό στοιχείο.   

Ο Μοχάμεντ Αλ Χασάουνε ή Χαμάντα. Προτού αφήσει την πατρίδα του, η αρραβωνιαστικιά του τού είχε χαρίσει ένα βραχιόλι, που αργότερα θα αποδεικνυόταν κομβικό στοιχείο.

Στο «Princess Lulu» επέβαινε κι ένας 31χρονος οικοδόμος από την Ιντλίμπ και πατέρας οκτώ παιδιών, ο Ομάρ αλ-Μπαρχούμ. Ο αδελφός κι η αδελφή του τον περίμεναν στην Κύπρο. Καθώς το σκάφος άφηνε πίσω του την ακτή, ο Ομάρ έστελνε μηνύματα στην αδελφή του, Ράνα. «Προσευχήσου για μένα. Μπαίνουμε σε χωρικά ύδατα, θα χάσω το σήμα σύντομα. Μην ξεχάσεις να μου παραγγείλεις τηγανητό κοτόπουλο αν φτάσουμε με το καλό. Προσευχήσου για εμάς, κι ελπίζω να σας δω σύντομα».

Σε ένα μπανγκαλόου στη Λεμεσό, ο αδερφός του Ομάρ, Ιμπραήμ, κάθεται μαζί με έξι ακόμη άνδρες που οι οικογένειές τους εξαφανίστηκαν μαζί με το «Princess Lulu». Διαφωνούν ακόμα σχετικά με το τι συνέβη.

Ο Ιμπραήμ είχε ικετεύσει τον Ομάρ να μην επιχειρήσει το πέρασμα, καθώς ο ίδιος είχε κινδυνεύσει να πεθάνει πάνω σε ένα τέτοιο υπερφορτωμένο σκαρί της συμφοράς, μερικά χρόνια νωρίτερα.

Τώρα κρατά το τηλέφωνό του και αναπαράγει τα τελευταία μηνύματα που ο αδελφός του έστειλε στη μητέρα τους το πρωινό εκείνης της Τρίτης. «Έχουμε μπισκότα και κάποιες προμήθειες στη βάρκα. Κοιμήσου, μαμά. Μας έδωσαν λάστιχα αυτοκινήτου για να τα φουσκώσουμε [ως σωσίβια]… Ο Ιμπραήμ, μου έλεγε να μην έρθω· η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη. Δεν ήθελε να πάω στη θάλασσα. Μου έλεγε ψέματα· η θάλασσα είναι ήρεμη και το ταξίδι γαλήνιο».

Ο Ιμπραήμ πιστεύει πως ο αδερφός του έφτασε στην Κύπρο. Μας δείχνει βίντεο που τράβηξε άλλος επιβάτης στο «Princess Lulu»: «Δες εδώ. Είναι χαρούμενοι στη θάλασσα. Δεν υπάρχει πνιγμός ή κάτι τέτοιο· η θάλασσα ήταν ήρεμη».

Στο βίντεο, νέοι άνδρες γελάνε και αστειεύονται. Ο ήλιος ανατέλλει πίσω τους. Έβγαλαν τη νύχτα στη θάλασσα. Στη μέση τους φορούν φουσκωμένες σαμπρέλες αντί για σωσίβια.

Η τελευταία επιβεβαιωμένη επικοινωνία με το «Princess Lulu» ήταν αυτό το βίντεο. Οι επιβαίνοντες έχουν βγάλει τη νύχτα, γελούν και αστειεύονται.

Οι συγγενείς επιβεβαίωσαν τα ονόματα των νέων στο βίντεο: Μοχάμαντ Εζό, Χαλίντ Μοχαμίντ, Μπακρ Αλ-Ερκ, Αμπντουλραχμάν Νατζμ, Μοχάμαντ Νατζμ και Άνας Αλ-Χαζούρι. (Ο Εζό δεν περιλαμβάνεται στη λίστα με τους αγνοούμενους, αλλά πηγές μάς διαβεβαίωσαν ότι ήταν στο σκάφος).

Ο άνδρας που βιντεοσκοπεί είναι ο 25χρονος Φουάντ Χαναντί.

Η μητέρα του Φουάντ, Φατιμά, λέει πως ο γιος της έφυγε «γιατί δεν άντεχε τον ρατσισμό» κατά των Σύριων. Οι Λιβανέζοι τούς κατηγορούν ότι τους παίρνουν τις δουλειές. Πρόκειται για μια περίοδο μεγάλης επιθετικότητας εναντίον του ενάμιση εκατομμυρίου Σύριων του Λιβάνου, που εκφράζεται με αντιμεταναστευτική ρητορική, βίαιες απελάσεις και ομάδες «αυτόκλητων τιμωρών». 

Το βίντεο εστάλη στις 6:50 το πρωί. Ήταν η τελευταία επιβεβαιωμένη επικοινωνία με το «Princess Lulu».

Οι αρχές που δεν νοιάστηκαν για τη χαμένη «Πριγκίπισσα»

Το εξαφανισμένο σκάφος στο οποίο οι διακινητές είχαν στριμώξει 85 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων 35 παιδιά, δίνοντάς τους ως «σωστικό μέσο» φουσκωμένες σαμπρέλες. Η τύχη τους αγνοείται μέχρι σήμερα.

Την Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023, λίγο μετά τις 14:00, η Λιμενική και Ναυτική Αστυνομία της Κύπρου εντόπισε το πρώτο σκάφος 10 μίλια από την Αγία Νάπα. Τις επόμενες δύο ώρες εντοπίστηκαν ακόμα δύο σκάφη. Μέχρι το απόγευμα είχε ανακοπεί η πορεία και των τριών, που οδηγήθηκαν συνοδευόμενα προς την ακτή. Η εφημερίδα Cyprus Mail ανέφερε την άφιξη 170 επιβατών στο Κάβο Γκρέκο, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα, λίγο έξω από τη Λευκωσία.

Η είδηση ότι τα πλεούμενα έφτασαν στην Κύπρο ανακούφισε τους συγγενείς. Διακινητές και μεσάζοντες έστειλαν μηνύματα για να επιβεβαιώσουν την άφιξη των επιβαινόντων.

Η Σερίν αλ-Άλι ταξίδευε με το «Princess Lulu» μαζί με τα παιδιά της, τον τρίχρονο Ιμπραήμ και τον πεντάχρονο Αχμέντ. Στις 23:30 εκείνης της Τρίτης, ο αδελφός και η αδελφή της έλαβαν μηνύματα από το WhatsApp της: είχε φτάσει με ασφάλεια.

Ο σύζυγος της Σερίν, Μαχμούντ αλ-Μοχάμαντ, ο οποίος βρισκόταν ήδη στην Κύπρο, έσπευσε στον καταυλισμό Πουρνάρα για να βρει την οικογένειά του: «Ένας ένας κατέβαιναν από τα λεωφορεία», μας είπε. Όμως η Σερίν και τα αγόρια δεν ήταν ανάμεσά τους. Ούτε ο πατέρας της ο Χασάν ούτε  ο αδερφός της ο Χουσεΐν, που είχαν ταξιδέψει μαζί τους. Ο Μαχμούντ τούς περίμενε μια ολόκληρη εβδομάδα στον καταυλισμό.

Όταν ο Ντία Ριζκ έμαθε ότι γύρω στους 200 μετανάστες είχαν φτάσει στην Αγία Νάπα, υπέθεσε ότι ανάμεσά τους ήταν και ο 28χρονος θείος του, ο Ουάτζντι Ριζκ. Δεν είχε νέα του για σχεδόν 24 ώρες, από τη στιγμή που επικοινώνησε μαζί του από το τηλέφωνο άλλου επιβάτη: «Είμαστε όλοι καλά, ετοιμαζόμαστε να φύγουμε».

Όταν ο Ριζκ πήγε στον καταυλισμό Πουρνάρα, του είπαν πως είχαν φτάσει τρία σκάφη από τον Λίβανο εκείνη την ημέρα. «Προσπάθησαν να με βοηθήσουν, έψαξαν τον θείο μου με το όνομά του, αλλά είπαν ότι δεν ήταν ανάμεσα σ’ όσους είχαν φτάσει». 

Αριστερά: Ο τρίχρονος Ιμπραήμ και ο πεντάχρονος Αχμέντ που χάθηκαν μαζί με το «Princess Lulu». Δεξιά: O Ουάτζντι Ριζκ είχε στείλει μήνυμα στον ανιψιό του: «Είμαστε όλοι καλά, ετοιμαζόμαστε να φύγουμε».

Οι μέρες περνούσαν, και πια γινόταν ξεκάθαρο ότι κάτι συνέβαινε. Ο Μαχμούντ, ο Ντία και άλλοι συγγενείς άρχισαν να επικοινωνούν με τον ΟΗΕ και με κρατικές υπηρεσίες, αλλά δεν έμαθαν τίποτε περισσότερο. 

Η Κύπρος έκλεισε σχεδόν εντελώς την υπόθεση. Στον βαθμό που γνωρίζουμε από τα τηλεφωνήματα που λαμβάναμε, το σκάφος είχε περάσει σε κυπριακά ύδατα.

Ταΐμ Αλί, Consolidated Rescue Group

Οι οικογένειες επικοινώνησαν με τον Ταΐμ Αλί από το Consolidated Rescue Group, μια ομάδα Σύριων εθελοντών που ειδοποιεί τις αρχές σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης στη θάλασσα. «Αναφέραμε αμέσως το περιστατικό στις αρχές στον Λίβανο, την Κύπρο, τα Κατεχόμενα και σε ολόκληρη την περιοχή», είπε ο Αλί. «Αλλά δυστυχώς, δεν λάβαμε καμία σοβαρή ανταπόκριση».

Ο Αλί ήρθε σε επαφή και με την Alarm Phone, ένα άλλο δίκτυο εθελοντών που διατηρεί τηλεφωνική γραμμή έκτακτης ανάγκης για μετανάστες σε κίνδυνο. Οι επιβάτες αγνοούνταν πλέον για τέσσερις ημέρες.

Η Κορίνα Ζάιτς από την Alarm Phone είπε ότι κανείς από το «Princess Lulu» δεν είχε επικοινωνήσει μαζί τους. Ειδοποίησε το κυπριακό λιμενικό και αρμόδιες αρχές σε Τουρκία, Κύπρο, Λίβανο και το τουρκικό ψευδοκράτος στην Κύπρο, ωστόσο καμία τους δεν ανέλαβε δράση.  

Οι ακτοφυλακές και οι ναυτιλιακές αρχές, περιλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής Frontex, έχουν νομική υποχρέωση να βοηθούν όσους βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα. Οι συμφωνίες για τις Ζώνες Έρευνας και Διάσωσης του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) ορίζουν ότι η Κύπρος έχει δικαιοδοσία στο μεγαλύτερο μέρος των υδάτων μεταξύ αυτής και του Λιβάνου.

Το Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΚΣΕΔ) της Λάρνακας, υπό το υπουργείο Άμυνας, καθοδηγεί τις υπηρεσίες διάσωσης ώστε να ενεργοποιούν ραντάρ σε πραγματικό χρόνο και εναέρια επιτήρηση. Οφείλει να ενημερώνει τις ακτοφυλακές και τα κοντινά εμπορικά ή ιδιωτικά σκάφη για τυχόν περιστατικά έκτακτης ανάγκης. Διάφορες ΜΚΟ διαθέτουν επίσης σκάφη διάσωσης μεταναστών. Το ΚΣΕΔ Λάρνακας δεν έκανε καμία ενέργεια.

Κι έπειτα άρχισαν να καταφθάνουν αναφορές ότι το σκάφος είχε διασωθεί, κάτι που, σύμφωνα με τη Ζάιτς, επιβεβαίωσε και η Λιμενική και Ναυτική Αστυνομία Κύπρου. «Αυτό ήταν εξαρχής το βασικό πρόβλημα, γιατί κλείσαμε την υπόθεση», συμπλήρωσε. 

Οι διακινητές εξαρχής παραπληροφόρησαν τους συγγενείς – αρχικά, γιατί δεν ήξεραν τι συνέβη, κι έπειτα για να αποκτήσουν πρόσβαση στα χρήματα που ήταν δεσμευμένα.

Η σύγχυση δημιουργήθηκε εν μέρει γιατί στις 16 Δεκεμβρίου είχε φθάσει ένα ακόμα σκάφος με 75 πρόσφυγες. Όταν όμως διασταυρώθηκαν τα ονόματα των αφιχθέντων, διαπιστώθηκε ότι μεταξύ τους δεν βρίσκονταν επιβάτες του «Princess Lulu». Την ασάφεια επέτειναν οι διακινητές στον Λίβανο, οι οποίοι έλεγαν στις οικογένειες των ανθρώπων που αγνοούνταν πως εκείνοι είχαν φτάσει με ασφάλεια. 

Η κύρια ανησυχία ήταν μήπως είχε συμβεί ατύχημα στη θάλασσα. Υπήρχε ωστόσο και ο φόβος πως οι αρχές ετοιμάζονταν να τους επαναπροωθήσουν στον Λίβανο. 

Οι προσπάθειες να οργανωθούν ομάδες έρευνας και να διεξαχθούν επίσημες ανακρίσεις έπεσαν στο κενό. «Η Κύπρος έκλεισε σχεδόν εντελώς την υπόθεση», δήλωσε ο Ταΐμ Αλί από το Consolidated Rescue Group. «Στον βαθμό που γνωρίζουμε από τα τηλεφωνήματα που λαμβάναμε, το σκάφος είχε περάσει σε κυπριακά ύδατα. Αλλά για την Κύπρο ήταν απλώς άλλη μία βάρκα που ερχόταν από τον Λίβανο».

Ο Αλί πιστεύει πως υπάρχει κάτι περίεργο στην όλη υπόθεση. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά κάτι δεν πάει καλά. Είναι σαν το σκάφος να πλησίασε στην Κύπρο… και μετά όλα απλώς να σταμάτησαν. Αυτή είναι η προσωπική μου αίσθηση. Δεν έχω ικανές αποδείξεις, αλλά κάτι δεν κολλάει».

Πώς οι διακινητές παραπλανούσαν τους συγγενείς

Κάποιες από τις οικογένειες που συναντήσαμε διατηρούν την ελπίδα ότι οι συγγενείς τους είναι ζωντανοί και κρατούνται κάπου στην Κύπρο, τον Λίβανο ή τη Συρία, μετά από επαναπροώθηση. 

Οι διακινητές ευθύνονται γι’ αυτή την αβεβαιότητα, γιατί εξαρχής παραπληροφόρησαν τους συγγενείς – αρχικά, γιατί δεν ήξεραν τι συνέβη, κι έπειτα για να αποκτήσουν πρόσβαση στα χρήματα που ήταν δεσμευμένα.

Αρχικά, όταν πράγματι νόμιζαν πως η βάρκα είχε φτάσει στον προορισμό της, χρησιμοποίησαν τις κάρτες SIM των επιβατών που είχαν κατασχέσει, για να στείλουν μηνύματα και να τηλεφωνήσουν στους συγγενείς, διαβεβαιώνοντάς τους ότι όλα πήγαν καλά. 

Έπειτα, τα τηλέφωνα των επιβατών σίγησαν. 

Όταν πια έγινε ξεκάθαρο ότι κανείς από το «Princess Lulu» δεν είχε καταγραφεί στους προσφυγικούς καταυλισμούς, οι διακινητές άλλαξαν τακτική. Εφεξής θα ισχυρίζονταν ότι είχαν αφιχθεί στην Κύπρο, αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν γιατί περνούσαν από διαδικασίες καταγραφής και υποδοχής. 

«Οι διακινητές επινόησαν διάφορες ιστορίες. Ισχυρίζονταν κυρίως ότι οι επιβάτες είναι καλά και απλώς κρατούνται», είπε ο Ντία. Πιο έντονα κυκλοφορούσε η φήμη ότι οι αρχές είχαν κατασχέσει το σκάφος και συλλάβει όλα τα επιβαίνοντα άτομα, γιατί είχαν εντοπίσει τρία εκατομμύρια χάπια Captagon, συνθετικά διεγερτικά που παρασκευάζονται στη Συρία και αποτελούσαν το κύριο παράνομο εξαγώγιμο προϊόν του καθεστώτος Άσαντ. Μόλις λυνόταν το ζήτημα, οι επιβάτες θα απελευθερώνονταν.

Όταν πράγματι νόμιζαν πως η βάρκα είχε φτάσει στον προορισμό της, οι διακινητές χρησιμοποίησαν τις κάρτες SIM των επιβατών που είχαν κατασχέσει για να στείλουν μηνύματα και να τηλεφωνήσουν στους συγγενείς, διαβεβαιώνοντάς τους ότι όλα πήγαν καλά.

Ακόμα πιο μακάβριες και εξωφρενικές φήμες ήθελαν τους αγνοούμενους όχι στην Κύπρο, αλλά θύματα επαναπροώθησης που κατέληξαν είτε στις διαβόητες φυλακές Σεντνάγια στη Συρία είτε στη Λιβύη, όπου ίσως τους αφαίρεσαν τα όργανα.

Πολλές οικογένειες πιστεύουν ότι οι διακινητές διέδωσαν αυτές τις ιστορίες για να τους πείσουν να αποδεσμεύσουν τις πληρωμές που κρατούσαν διάφοροι μεσάζοντες. (Ορισμένοι είπαν ότι τους επεστράφησαν τα χρήματα, άλλοι όμως ότι οι μεσάζοντες τα κράτησαν, υποστηρίζοντας ότι τα σκάφη είχαν φτάσει στον προορισμό τους).

Δαίμονες

Ο Μοχάμαντ Σαμπλούχ, επικεφαλής του προγράμματος νομικής υποστήριξης στο μη κερδοσκοπικό Κέντρο Νομικών Μελετών Cedar, στην Τρίπολη, αποτελεί αγκάθι για τις αρχές του Λιβάνου. Κατά τη διάρκεια της 20ετούς καριέρας του ως δικηγόρου έχει αναλάβει υποθέσεις κατά της κυβέρνησης και του στρατού για βασανιστήρια και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχει παρενοχληθεί επανειλημμένως από το κράτος. Από το 2020, που εντάχθηκε στο Κέντρο Cedar, έχει εστιάσει στην «παροχή νομικής υποστήριξης και ενημέρωσης σε μετανάστες».

Συναντήσαμε τον κ. Σαμπλούχ στην Τρίπολη τον Ιούλιο του 2024, κι έκτοτε έχουμε επικοινωνήσει μαζί του πολλές φορές. «Αυτή είναι η πιο περίπλοκη υπόθεση που έχω συναντήσει ποτέ», μας είπε. «Βρίσκομαι σε διαρκή επαφή με τις οικογένειες, που με ρωτούν κάθε στιγμή για τα παιδιά τους. Και δεν έχω τίποτα να τους πω».

«Η οικογένεια του καπετάνιου λέει πως λαμβάνει διαβεβαιώσεις από τους διακινητές ότι σε δύο μήνες θα βγει από τη φυλακή. Ποια φυλακή; Δεν ξέρουμε. Έχουμε να κάνουμε με δαίμονες».

Πώς γίνεται να φεύγουν τέσσερα σκάφη μέσα σε ένα βράδυ, και οι αρχές ασφαλείας να μην το αντιλαμβάνονται; Εγείρονται ερωτήματα για την αποτελεσματικότητά τους.

Μοχάμαντ Σαμπλούχ, επικεφαλής προγράμματος νομικής υποστήριξης στο Κέντρο Νομικών Μελετών Cedar

Αφού ειδοποιήθηκε για το περιστατικό από την Alarm Phone τον Δεκέμβριο του 2023, ο κ. Σαμπλούχ έκανε κρούση στο λιβανικό υπουργείο Εξωτερικών, αλλά βρήκε πόρτες κλειστές. Έστειλε επιστολές σε κυβερνητικούς και ανθρωπιστικούς φορείς σε Τουρκία, Κύπρο και Λίβανο – ακόμα και στη βρετανική πρεσβεία, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη ότι οι αγνοούμενοι βρίσκονταν στη βρετανική βάση στην Κύπρο. Όταν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο και ο Κύπριος πρέσβης στον Λίβανο τον διαβεβαίωσαν ότι δεν βρίσκονται στο νησί, ο κ. Σαμπλούχ κατόρθωσε -επικοινωνώντας με τις οικογένειες- να συντάξει λίστα με τους 85 επιβαίνοντες, κι έπειτα κατέθεσε μήνυση στις λιβανικές αρχές, με κύριο στόχο να εντοπίσει το σκάφος.

Η Εισαγγελία του Λιβάνου παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Πληροφοριών της Εσωτερικής Ασφάλειας. Οι εισαγγελείς άσκησαν διώξεις κατά αρκετών ατόμων, μεταξύ των οποίων οι διακινητές αδελφοί αλ-Μπαϊτάρ και ο αρχικός ιδιοκτήτης του σκάφους. Συνελήφθη όμως μόνο ο Μαχμούντ Εΐντ, που είχε λειτουργήσει ως «βιτρίνα» για τους αλ-Μπαϊτάρ.

Διαπιστώνοντας ότι η λιβανική Δικαιοσύνη έσερνε τα πόδια της, ο κ. Σαμπλούχ πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Συνεργάστηκε με έναν Λιβανέζο δημοσιογράφο για να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ που αποκάλυπτε τα κυκλώματα διακινητών στην Τρίπολη. Με τη βοήθεια των οικογενειών, άρχισε να συγκεντρώνει ονόματα, όχι μόνο των μεσαζόντων, αλλά και των ανθρώπων πίσω από αυτούς, εκείνων που σχεδίασαν τις διαδρομές και φόρτωσαν το σκάφος. Οι οικογένειες μας έδωσαν τα ονόματα, τα οποία περιλαμβάνονται και σε δικαστικά έγγραφα.

Στις 25 Ιουνίου 2024, τρεις ημέρες αφότου ο κ. Σαμπλούχ κατέθεσε το ντοκιμαντέρ ως στοιχείο στο δικαστήριο, η αστυνομία συνέλαβε τον Λιβανέζο Ομάρ Χάλεντ αλ-Μασούμι, γνωστό με το προσωνύμιο «Αλ Χατζ». Ο «Αλ Χατζ» είχε καταδικαστεί για διακίνηση το 2019 και περιγράφεται από τον κ. Σαμπλούχ ως «πολύ επικίνδυνος αρχηγός κυκλωμάτων διακίνησης ανθρώπων». Η σύλληψη ανακοινώθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ωστόσο ο «Αλ Χατζ» αφέθηκε ελεύθερος μέσα σε λίγες ώρες. Όπως έδειξε η έρευνα, πρόκειται για το μεγάλο αφεντικό στην ιστορία, αυτόν που όρισε νέο καπετάνιο και αποφάσισε την αγορά του «Princess Lulu» όταν ο αρχικός καπετάνιος του αρνήθηκε να αποπλεύσει, κατά μία εκδοχή επειδή υπήρχε κάτι κρυμμένο μέσα στο σκάφος.

Εν τω μεταξύ, οι προσπάθειες να βρουν απαντήσεις διά της δικαστικής οδού για την τύχη του «Princess Lulu» έπεφταν στο κενό. Ο κ. Σαμπλούχ κατηγορεί μέρος των «αρχών ασφαλείας» για συνέργεια στη διακίνηση στον Λίβανο και πιστεύει πως παίρνουν προμήθεια «από τα μεγάλα ποσά που αποσπώνται από τις οικογένειες και τους μετανάστες». 

«Πώς γίνεται να φεύγουν τέσσερα σκάφη μέσα σε ένα βράδυ, και οι αρχές ασφαλείας να μην το αντιλαμβάνονται; Εγείρονται ερωτήματα για την αποτελεσματικότητά τους. Με τον καιρό έγινε ξεκάθαρο ότι ο Λίβανος επισήμως κλείνει τα μάτια στην παράνομη διακίνηση μεταναστ(ρι)ών για να ασκήσει πιέσεις στις ευρωπαϊκές χώρες».

Οι Σύριοι πρόσφυγες χρησιμοποιούνται από τον Λίβανο για να εκβιάζεται πολιτικά η Ευρώπη, ώστε να πληρώνει τη χώρα για να ανασχέσει το κύμα μετανάστευσης, υποστηρίζει ο κ. Σαμπλούχ. Στις 10 Ιανουαρίου 2024, Κύπρος και Λίβανος διεξήγαγαν συζητήσεις στη Βηρυτό για διμερή συνεργασία με στόχο τριετές πακέτο οικονομικής βοήθειας ύψους ενός δισ. ευρώ, με έμφαση στην καταπολέμηση της διακίνησης και την ενίσχυση των λιβανικών αρχών.

Ενώ διεξάγονταν αυτές οι συζητήσεις, στις ακτές ξεβράζονταν πτώματα σε προϊούσα αποσύνθεση. 

DNA 

«Λάβαμε πληροφορίες ότι υπάρχουν πτώματα στην Τουρκία. Λάβαμε επίσης πληροφορίες για άλλα τέσσερα στα Κατεχόμενα της Κύπρου», είπε ο κ. Σαμπλούχ. Η σύνδεση των πτωμάτων με τους επιβαίνοντες αναθέρμανε την ελπίδα για απαντήσεις, αλλά προέκυψαν νέα εμπόδια. Οι οικογένειες είναι διασκορπισμένες στον Λίβανο, τη Συρία, την Κύπρο και την Τουρκία. Το ίδιο και οι σοροί. Το επίπεδο διακρατικής συνεργασίας που απαιτείται για την επίλυση μιας τέτοιας υπόθεσης απλώς δεν υπήρχε.

Ο Κύπριος δικηγόρος Κωνσταντίνος Ταμπούρλας ανέλαβε την υπόθεση τον Φεβρουάριο του 2024, δύο μήνες μετά την εξαφάνιση του «Princess Lulu». Τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του συγγενείς αγνοουμένων στη Λεμεσό. Μας είπε ότι οι οικογένειες ακόμα πίστευαν ότι οι αρχές κρατούσαν τις οικογένειές τους στο λιμάνι της Λάρνακας και τους απαγόρευαν την επικοινωνία. Με τον καιρό, η ολοένα και πιο απαξιωτική στάση της αστυνομίας ενέτεινε τη συνωμοσιολογία. 

Ο κ. Ταμπούρλας δεν πιστεύει ότι οι μετανάστες έφτασαν στην Κύπρο. «Χιλιάδες Σύριοι φτάνουν κάθε χρόνο στην Κύπρο και κανένας τους δεν κρατείται incommunicado (σ.σ.: χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους)», είπε. «Στο σκάφος αυτό βρίσκονταν 35 παιδιά. Δεν είναι δυνατόν να κρατούνται και καμία χώρα στον κόσμο να μην το έχει δηλώσει».

Ο κ. Ταμπούρλας υπέβαλε αίτημα στην κυβέρνηση να επιτραπεί σε οικογένειες στην Κύπρο να δώσουν δείγματα DNA ώστε να συγκριθούν με τα αγνώστου ταυτότητας πτώματα στα Κατεχόμενα της Κύπρου και στην Τουρκία. Όλοι οι συγγενείς που συναντήσαμε εκεί είχαν δώσει δείγματα. Τα πτώματα στα Κατεχόμενα της Κύπρου βγήκαν αρνητικά, ενώ η κυβέρνηση της Τουρκίας δεν ανταποκρίθηκε.

«Είναι πολιτικό το πρόβλημα», σημειώνει ο κ. Ταμπούρλας. «Κανένας από την ομάδα μας δεν μπορεί να ταξιδέψει στην Τουρκία για να διεξαγάγει έρευνα σε κυβερνητικό επίπεδο».

«Δυστυχώς, δεν υπάρχει Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού στην Τουρκία – και η Ερυθρά Ημισέληνος δεν έχει αρμοδιότητα», τόνισε ο Μοχάμαντ Σαμπλούχ. «Συνεπώς, οποιαδήποτε επικοινωνία θα γίνει απευθείας μέσω της τουρκικής Δικαιοσύνης. Δεν έχουμε άλλη λύση».

Η έρευνα για τα πτώματα που ξεβράστηκαν στην Τουρκία παραμένει διαβαθμισμένη. Στείλαμε προς διάφορες υπηρεσίες ερωτήσεις και αιτήματα πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα. Όλα τα αιτήματα απορρίφθηκαν.

Στον Λίβανο, η διαδικασία συλλογής δειγμάτων DNA από τις οικογένειες προσέκρουσε σε οικονομικά και πολιτικά εμπόδια. Το κράτος αρνήθηκε να καλύψει το κόστος των εξετάσεων, αναγκάζοντας τις οικογένειες -που ως επί το πλείστον είναι φτωχές- να το πληρώσουν από την τσέπη τους.

Ωστόσο, ούτε ένα βουνό χρημάτων δεν μπορούσε να κάμψει την εχθρότητα του λιβανικού κράτους απέναντι στους Σύριους. Για να δώσουν δείγμα DNA, οι οικογένειες έπρεπε να ταξιδέψουν από τον Βορρά – τη Ναμπατίγια, τη Βηρυτό και το Όρος Λίβανος, όπου ζει μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού.

«Αν τους πάρεις με το αυτοκίνητό σου και περάσεις από σημεία ελέγχου, θα συλληφθούν και θα απελαθούν», είπε ο κ. Σαμπλούχ. «Αν τους πας στα κρατητήρια των Εσωτερικών Δυνάμεων Ασφαλείας για εξετάσεις DNA, θα ελέγξουν το μητρώο τους. Αν δεν έχουν έγκυρη άδεια παραμονής θα συλληφθούν, θα παραπεμφθούν στην Γενική Ασφάλεια και μετά θα απελαθούν».

Καμία από τις οικογένειες δεν κατάφερε να υποβάλει δείγμα DNA για εξέταση. 

Ο κ. Σαμπλούχ πιστεύει πως «το σκάφος βυθίστηκε πριν φτάσει στην Κύπρο», αλλά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να απωθήθηκε προηγουμένως από κάποια δύναμη ακτοφυλακής. Διατηρεί πάντως μια ελπίδα για απαντήσεις από τη νέα παγκόσμια βάση δεδομένων DNA της Interpol, «I-Familia», που έχει σχεδιαστεί για να βοηθά στον εντοπισμό αγνοουμένων, ώστε να «κλείνουν οι υποθέσεις και να μπορούν οι οικογένειες να ξαναχτίσουν τη ζωή τους».

Στις 7 Φεβρουαρίου, τελέστηκε κηδεία στα Κατεχόμενα της Κύπρου για τα τέσσερα πτώματα που είχαν ξεβραστεί στην Καρπασία.

Η κηδεία για τις τέσσερις σορούς που ξεβράστηκαν στη θάλασσα στα Κατεχόμενα της Κύπρου (7.2.2024)

Η μάνα του πτώματος με τον αριθμό 2

Δύο εβδομάδες μετά τον απόπλου των σκαφών από τον Λίβανο, δύο πτώματα ξεβράστηκαν σε παραλία της Αλ-Χαμιντίγια, μιας πόλης στην επαρχία Ταρτούς της Συρίας. To Consolidated Rescue Group δημοσιοποίησε φωτογραφίες από ένα βραχιόλι που βρέθηκε σε κάποιο από τα πτώματα. Επάνω του είχε χαραγμένο στα αραβικά τον «Στίχο του Θρόνου» (Ayat al-Kursi), όπως το βραχιόλι του Χαμάντα. Την ίδια κιόλας μέρα ο θείος και ο ξάδερφός του ταξίδεψαν τέσσερις ώρες από την Ντεράα, για να διαπιστώσουν αν ο άνθρωπος που ξέβρασε η θάλασσα ήταν ο δικός τους. 

Δεν πήραν μαζί τη μητέρα του, Ουαφά, γιατί φοβήθηκαν την αντίδρασή της. «Είμαι η μάνα του, όμως», είπε εκείνη. «Μπορώ να τον αναγνωρίσω από τα ρούχα του, από την όψη του, από τη μυρωδιά του». Όταν τελικά πήγε στην Ταρτούς, δεν της επέτρεψαν να δει τον νεκρό.

Συμφώνησε να υποβάλει δείγμα DNA. Η οικογένεια του Χαμάντα αναγκάστηκε να πληρώσει για την εξέταση σε ιδιωτικό εργαστήριο στη Δαμασκό, γιατί οι κρατικές υπηρεσίες επικαλέστηκαν κατεστραμμένο εργαστηριακό εξοπλισμό, δηλώνοντας ότι τα αποτελέσματα θα έπαιρναν έως και δύο χρόνια για να βγουν. 

Εν τω μεταξύ, κυκλοφόρησαν φήμες ότι δώδεκα αγνοούμενοι βρίσκονταν στην πόλη Ρούμιε, στον βόρειο Λίβανο. «Στείλαμε ανθρώπους και ρώτησαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα», επισήμανε η Ουαφά. Είπαν όμως ότι οι άνδρες κρατούνταν στις φυλακές Κούμπα, βόρεια της Τρίπολης. Ένα ακόμα στοιχείο που δεν οδήγησε πουθενά.

Οι αρχές της Συρίας ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα της εξέτασης DNA τον Μάρτιο του 2024. Το DNA ταυτοποιήθηκε. «Έχω αναγνωριστεί ως η μητέρα της σορού με τον αριθμό δύο», είπε η Ουαφά. «Πρόκειται για τον νεαρό άνδρα που είναι ο γιος μου, αλλά δεν είναι ο γιος μου. Θεού θέλοντος, δεν είναι ο γιος μου».


Αριστερά: Το βραχιόλι που είχε χαρίσει σε έναν από τους επιβαίνοντες η αρραβωνιαστικιά του για φυλαχτό, αποδείχθηκε κομβικό για την αναγνώριση του νεκρού πια Χαμάντα. Είχε επάνω χαραγμένο στίχο απ’ το Κοράνι. Δεξιά: Το τεστ DNA ταυτοποίησε τον νεκρό μέσω της μητέρας του. Ίσως είναι η μόνη οικογένεια αγνοούμενου από το εξαφανισμένο σκάφος που γνωρίζει τι απέγινε ο άνθρωπός της.

Η Ουαφά και η οικογένειά της μετέφεραν το πτώμα στην Νταράα και το κήδεψαν. 

Παρόλο που οι γονείς του Χαμάντα εξακολουθούν να αμφισβητούν το αποτέλεσμα της εξέτασης DNA, το πτώμα και τα ευρήματα τους προσφέρουν κάτι – μια τραγική ιστορία που μπορούν είτε να αποδεχτούν είτε να αρνηθούν. Για άλλες οικογένειες, δεν υπάρχουν καθόλου απαντήσεις.

Όπως για τη μητέρα του Φουάντ, του 25χρονου άνδρα που είχε τραβήξει το τελευταίο βίντεο που εστάλη από το «Princess Lulu». Εκείνη θα ήταν διατεθειμένη «να πεθάνει ώστε να ζήσει ο γιος της». 

Η επιβεβαίωση μέσω DNA και το βραχιόλι του Χαμάντα συνιστούν ισχυρές ενδείξεις ότι οι επιβάτες του «Princess Lulu» βρήκαν τραγικό τέλος στη θάλασσα. Κι αφού δεν πραγματοποιήθηκε έρευνα και διάσωση, τα ρεύματα της Μεσογείου παρέλαβαν τους νεκρούς για να τους «επιστρέψουν» στη στεριά.

Τον Χαμάντα τον επέστρεψαν στη Συρία. Στην Αλ-Χαμιντίγια. Μόλις 12 χιλιόμετρα από το σημείο από όπου είχε αναχωρήσει, στο Τσεΐχ Ζενάντ.

Ξαφνικά, ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο πέρασε από κοντά τους, προκαλώντας μεγάλα κύματα. «Τα κύματα σχεδόν μας ανέτρεψαν», είπε. Όταν το σκαρί τους επιτέλους σταθεροποιήθηκε, κοίταξε πίσω. Το άλλο σκάφος δεν βρισκόταν πια πουθενά στον ορίζοντα. «Τα κύματα το εξαφάνισαν».

Συνολικά, 20 πτώματα εντοπίστηκαν εβδομάδες ή και μήνες μετά την εξαφάνιση του «Princess Lulu». Δεκαεννέα ξεβράστηκαν στις ακτές της Συρίας, της Τουρκίας και των Κατεχόμενων της Κύπρου από τα τέλη Δεκεμβρίου του 2023 έως τις αρχές Φεβρουαρίου του 2024. Τον Απρίλιο, το κάτω μέρος ενός γυναικείου σώματος ξεβράστηκε στην Αγία Θέκλα, στην Κύπρο.

Από τα 11 πτώματα που βρέθηκαν στην Αττάλεια και τη Μούγλα, τα δύο ταυτοποιήθηκαν ως Τούρκοι υπήκοοι, άσχετοι με το «Princess Lulu». Από τα υπόλοιπα 19, μόνο ο Χαμάντα έχει ταυτοποιηθεί. Οι υπόλοιποι παραμένουν ανώνυμοι νεκροί. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την προέλευσή τους. Εκτός από αρκετούς συγγενείς, κανείς άλλος που ασχολείται με την υπόθεση δεν πιστεύει ότι οι επιβαίνοντες επέζησαν. Έχει περάσει πολύς καιρός.

«Ο τελευταίος μάρτυρας»

Ο τελευταίος άνθρωπος που θεωρείται ότι είδε το «Princess Lulu» ήταν ένας άνδρας που επέβαινε στο τελευταίο σκάφος που έφτασε στην Κύπρο. Ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του. Είναι Λιβανέζος και φοβάται την απέλαση.

«Το είδα, το είδα, το είδα», μας είπε. «Είδα το τέταρτο σκάφος». Ήταν 12 Δεκεμβρίου, αργά το μεσημέρι. Το πλοιάριο στο οποίο εκείνος επέβαινε βρισκόταν ακόμη μακριά από την Κύπρο, όταν «είδε το άλλο σκάφος πίσω τους». 

Ξαφνικά, ένα μεγάλο φορτηγό πλοίο πέρασε από κοντά τους, προκαλώντας μεγάλα κύματα. «Τα κύματα σχεδόν μας ανέτρεψαν», είπε. Όταν το σκαρί τους επιτέλους σταθεροποιήθηκε, κοίταξε πίσω. Το άλλο σκάφος δεν βρισκόταν πια πουθενά στον ορίζοντα. «Τα κύματα το εξαφάνισαν».

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που κάποιος είδε τους επιβάτες του «Princess Lulu».

Χρησιμοποιώντας την ώρα και το σημείο εντοπισμού της βάρκας του τελευταίου μάρτυρα από το κυπριακό Λιμενικό (γύρω στις 17.30), υπολογίσαμε κατά προσέγγιση την περιοχή στην οποία ανέφερε ότι τους προσπέρασε το φορτηγό πλοίο. Έπεφτε μέσα σε θαλάσσιο δρόμο τον οποίο διασχίζουν μεγάλα μεταγωγικά πλοία. Αλλά προέκυψε κι άλλος κίνδυνος. Τα ραντάρ δείχνουν ότι μια καταιγίδα πλησίαζε τα πλοιάρια των μεταναστών. Όταν ξέσπασε, κράτησε 24 ώρες. Τα δεδομένα δείχνουν επίσης ότι οι άνεμοι και τα κύματα έσπρωχναν βορειοανατολικά – κάτι που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ορισμένα πτώματα βρέθηκαν τόσο μακριά, στη Συρία και την Τουρκία.

Αυτή την εκδοχή υιοθέτησε και η περιφέρεια της Αττάλειας όταν ξεβράστηκε το πτώμα στην παραλία του ξενοδοχείου Lykia World Antalya, τον Ιανουάριο 2024. Στην ανακοίνωση που εξέδωσε, σημείωνε ότι «κατά τα μετεωρολογικά δεδομένα οι επικρατούντες άνεμοι έρχονταν από τον νότο και τα κύματα από τα νοτιοανατολικά. Εκτιμάται ότι τα συγκεκριμένα πτώματα ενδέχεται να έφτασαν στις ακτές της επαρχίας μας εξαιτίας των ρευμάτων, του ανέμου και των κυμάτων, μετά από πιθανή βύθιση του σκάφους».

Σχεδόν έναν χρόνο μετά τον απόπλου του «Princess Lulu» από τον Λίβανο, στις 8 Δεκεμβρίου 2024, έπεσε το καθεστώς Άσαντ στη Συρία. Η Ουαφά είπε ότι η ίδια και άλλοι συγγενείς αγνοουμένων συναντήθηκαν με στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία τους πρότειναν να καταθέσουν ομαδική αγωγή στα συριακά δικαστήρια.  

Προσφάτως, ένα δικαστήριο στον Λίβανο απέρριψε όλες τις κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα κατά των διακινητών, συμπεριλαμβανομένου του φερόμενου ως επικεφαλής του δικτύου Ομάρ Αλ-Μασούμι – κατηγορίες που, αν επιβεβαιώνονταν, θα οδηγούσαν σε ποινή ισόβιας κάθειρξης ή θανάτου. Ο δικαστής έστειλε την υπόθεση πίσω στους εισαγγελείς, δίνοντας εντολή να υποβαθμιστούν τα πιθανά εγκλήματα σε πλημμελήματα, τα οποία επισύρουν ποινές φυλάκισης από μερικούς μήνες έως και τρία χρόνια.

Αν και ο δικαστής αποδέχτηκε ότι το πλοιάριο πιθανότατα βυθίστηκε και όσοι επέβαιναν σε αυτό πνίγηκαν, στην αιτιολόγηση αναφέρθηκε ότι οι διακινητές δεν είχαν εγκληματική πρόθεση ή σκοπό, «καθώς η βύθιση ενός πλοίου κατά τη διάρκεια ταξιδιού στη θάλασσα μπορεί να συμβεί είτε πρόκειται για νόμιμο είτε για παράνομο ταξίδι». Δεν έγινε καμία αναφορά στους υπεράριθμους επιβαίνοντες ή στην έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού διάσωσης.

Ο Ομάρ αλ-Μασούμι διατάχθηκε να καταβάλει 500 εκατ. λιβανέζικες λίρες, εκ των οποίων τα 450 εκατομμύρια ορίστηκαν ως χρηματική εγγύηση για να αποτραπεί η φυγή του από τη χώρα. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 5.000 ευρώ – αρκετό για να εξασφαλιστεί μιάμιση θέση στο «Princess Lulu».


Σημείωση των συντακτών της έρευνας: Κατά τη διάρκεια της ετήσιας έρευνάς μας μιλήσαμε με δεκάδες συγγενείς των αγνοουμένων. Όλοι εξέφρασαν οδύνη, θλίψη και απογοήτευση για την κατάσταση αβεβαιότητας που βιώνουν. Το θάρρος και η γενναιοδωρία τους να μοιραστούν πληροφορίες και έγγραφα ήταν καθοριστικής σημασίας για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ιστορία. Για να διατηρηθεί μια λογική έκταση καθώς και η σαφήνεια του ρεπορτάζ, δεν μπορέσαμε να αφηγηθούμε όλες τις ιστορίες τους. Εκείνες που παραλείψαμε ωστόσο δεν είναι λιγότερο σημαντικές από όσες επιλέξαμε να αναδείξουμε.

Αφήστε μια απάντηση